Ντάνιελ Ντέι-Λιούις - «Το θέατρο είναι τέχνη για προνομιούχους»
- Κατηγορία ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
- 0 σχόλια
Ο τρεις φορές βραβευμένος με Οσκαρ ηθοποιός υπερασπίστηκε τον κινηματογράφο και μίλησε με ειλικρίνεια για το θέατρο, στο πλαίσιο εκδήλωσης για το κινηματογραφικό φεστιβάλ του Λονδίνου. Μεταξύ άλλων, είπε ότι η «Μαίρη Πόπινς» ήταν μία από τις σπουδαιότερες ταινίες που φτιάχτηκαν ποτέ, ξεχωρίζοντας την πρωταγωνίστριά της
Μιλώντας στο φεστιβάλ κινηματογράφου του Λονδίνου, ο τρις βραβευμένος με Οσκαρ Ντάνιελ Ντέι-Λιούις (που πριν λίγες ημέρες βρέθηκε στην Αθήνα) υπερασπίστηκε τον κινηματογράφο, μίλησε με ειλικρίνεια για το θέατρο και είπε ότι παρότι παραμένει οπαδός της Μεθόδου στην υποκριτική, η ταινία «Το Αριστερό μου Πόδι» δεν θα μπορούσε να γυριστεί στις ημέρες μας. Σε εκδήλωση στην αίθουσα του BFI Southbank, παρουσία κοινού, ο ηθοποιός είπε στον κριτικό κινηματογράφου Μαρκ Κέρμοντ: «Αισθάνομαι ότι υπάρχει ακόμη στην πατρίδα μου μια ελιτιστική αντίληψη ότι το θέατρο είναι η ανώτερη μορφή Τέχνης». Η εκπαίδευσή του στη δραματική σχολή του Old Vic στο Μπρίστολ τού είχε ενσταλάξει την ιδέα ότι η θεατρική σκηνή ήταν ο βασικός στόχος.
«Μετά το θέατρο υπάρχουν οι ταινίες που είναι κάπως “ύποπτες”. Η τηλεόραση με τίποτε. Αλλά, εντάξει, κάπως πρέπει να πληρώνεις τον λογαριασμό του ρεύματος· αυτό ήταν το σκεπτικό», είπε. «Στην εκπαίδευσή μου δεν υπήρχε καμία υποχώρηση προς τον κινηματογράφο. Αλλά στα κρυφά, οι περισσότεροι από εμάς τους σπουδαστές λαχταρούσαμε να κάνουμε ταινίες, επειδή μεγαλώσαμε με ταινίες και μας φαίνονταν τόσο μαγικές. Οχι ότι το θέατρο δεν είναι, αλλά το θέατρο γίνεται, καθαυτό, μια μορφή πολιτισμού της ελίτ. Υπάρχουν βεβαίως εξαιρέσεις, πολλές υπέροχες εταιρείες θεάτρου που προσπαθούν να κάνουν παραστάσεις προσιτές σε όλους.
Αλλά το μεγάλο προτέρημα του κινηματογράφου είναι ότι όλοι μπορούσαν – ίσως όχι τόσο πια αυτές τις ημέρες – να αγοράσουν ένα εισιτήριο», είπε, σύμφωνα με τον Guardian. «Το θέατρο βασίζεται ουσιαστικά στην υπόθεση ότι οι άνθρωποι έχουν το προνόμιο μιας παιδείας που τους επιτρέπει να πιστεύουν ότι δικαιούνται να πάνε στο θέατρο. Και αυτή η μόρφωση τούς δίνει τη δυνατότητα να κατανοούν τα κλασικά έργα. Οτι είναι μια σχετικά μικρή ελίτ και αυτό είναι λάθος. Με ενοχλούσε πολύ, όσο κι αν λάτρευα το θέατρο, το γεγονός ότι τελικά παίζαμε κυρίως για μια ομάδα προνομιούχων ανθρώπων», εξήγησε.
Την ίδια βραδιά, ο Ντέι-Λιούις παρακολούθησε τη βρετανική πρεμιέρα της νέας ταινίας του, «Ανεμώνη», στην οποία πρωταγωνιστεί, αλλά έχει συνυπογράψει και το σενάριο μαζί με τον γιο του, Ρόναν, ο οποίος σκηνοθετεί. Πρόκειται για την πρώτη ταινία του έπειτα από επτά χρόνια αποχής. Μετά την κυκλοφορία του «Phantom Thread» του Πολ Τόμας Αντερσον, εκπρόσωποί του ανέφεραν ότι «δεν θα ξαναδουλέψει ως ηθοποιός. Πρόκειται για προσωπική απόφαση και ούτε ο ίδιος ούτε οι εκπρόσωποί του θα σχολιάσουν περαιτέρω». Ωστόσο, σε συνέντευξη στο Rolling Stone τον προηγούμενο μήνα, ο ηθοποιός δήλωσε ότι «ποτέ δεν σκόπευε πραγματικά να αποσυρθεί» και «θα ήταν καλύτερα να είχε κρατήσει το στόμα του κλειστό».
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης στο Λονδίνο, γράφει ο Guardian, ο ηθοποιός απέρριψε και πάλι αυτά που θεωρεί «παρερμηνείες» της Μεθόδου του, λέγοντας ότι «τα πρόσφατα σχόλια για αυτή την τεχνική προέρχονται συνήθως από ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα τι πραγματικά περιλαμβάνει».
Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις συνομιλεί με τον κριτικό κινηματογράφου Μαρκ Κέρμοντ στην αίθουσα του BFI Southbank στο Λονδίνο. (Kate Green/ Getty Images for BFI/ Ideal Image)
Υποστήριξε ότι η Μέθοδος είναι «μόνο ένας τρόπος να απελευθερωθείς», να είσαι αυθόρμητος, «να δέχεσαι ό,τι περνάει μέσα σου» ως ένας άλλος άνθρωπος. Εφερε ως παράδειγμα έναν από τους μονολόγους στην «Ανεμώνη», όπου ο χαρακτήρας που υποδύεται διηγείται στον αδελφό του πώς εκδικήθηκε έναν κληρικό που τον κακοποίησε ως παιδί, με τη βοήθεια μπίρας, κάρι και ενός κουτιού καθαρκτικών.
«Δεν ξέρω γιατί μου φάνηκε τόσο αστείο. Η ιδέα του να αφοδεύσεις πάνω σε έναν ιερέα. Δεν είναι φυσιολογικό, αλλά εγώ το βρήκα ξεκαρδιστικό και δεν μπορούσα να σταματήσω τα γέλια», είπε. Ο ηθοποιός αναφέρθηκε επίσης στον ρόλο που του έδωσε το πρώτο του Οσκαρ: τον Κρίστι Μπράουν, καλλιτέχνη με εγκεφαλική παράλυση, στο «Αριστερό μου Πόδι». Η αλλαγή στάσης απέναντι στην απεικόνιση ανθρώπων με αναπηρία στις ταινίες τα τελευταία 36 χρόνια σημαίνει ότι πλέον δεν θα μπορούσε να αναλάβει αυτόν τον ρόλο, ισχυρίστηκε. «Σίγουρα δεν θα μπορούσα να το κάνω τώρα. Ηδη από την εποχή εκείνη ήταν προβληματικό», είπε, προσθέτοντας ότι δύο παιδιά από την κλινική Sandymount, που τον βοήθησαν στην προετοιμασία, του είπαν ότι δεν πίστευαν ότι έπρεπε να παίξει αυτόν τον ρόλο.
Για την προετοιμασία του, έζησε επί δύο μήνες καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι και ζωγράφιζε, ώστε να βιώσει στοιχειωδώς την καθημερινότητα του χαρακτήρα. «Αν έχεις την ευθύνη να υποδυθείς μια ζωή όπως αυτή του Κρίστι Μπράουν, τότε πρέπει να προσπαθήσεις να καταλάβεις τι σημαίνει να είσαι μέσα σε αυτή την εμπειρία», είπε. Ο Ντέι-Λιούις είπε ότι πριν το «Αριστερό μου Πόδι» ήταν «άσχετος» με το σινεμά. «Δεν είχα ιδέα τι έκανα», είπε, και θυμήθηκε τον εκνευρισμό του σκηνοθέτη Στίβεν Φρίαρς στο γύρισμα της ταινίας «Ωραίο μου Πλυντήριο». Ο σκηνοθέτης τού είπε να συνεχίσει να σκουπίζει το μαγαζί κι εκείνος απάντησε ότι ήταν ήδη καθαρό.
«Ο Στίβεν είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος αλλά δεν έχει υπομονή. Με έστειλε στην αίθουσα του μοντάζ και όταν είδα το υλικό, είπα: “Α, κατάλαβα. Επειδή έπρεπε να είμαι μέσα στο κάδρο”. Ημουν τόσο χαζός» λέει. Μίλησε και για τη συνεργασία του με τη σύζυγό του, τη σκηνοθέτιδα και συγγραφέα Ρεμπέκα Μίλερ, στην ταινία «Τζακ και Ρόουζ: Μπαλάντα για Δύο». Είπε ότι του είχε στείλει το σενάριο 15 χρόνια πριν γνωριστούν. «Αγαπούσα πολύ τη μητέρα της και τον πατέρα της, τον Αρθουρ Μίλερ, και είχα πάει να μείνω στο σπίτι όπου μεγάλωσε η Ρεμπέκα. Ετσι, είχα ακούσει πολλά για εκείνην», εξήγησε. Η συνεργασία με τον γιο του, τον Ρόναν, στην «Ανεμώνη» ήταν επίσης μια ευχάριστη εμπειρία:
«Δεν μπορείς να εγγυηθείς ότι θα βγει μια καταπληκτική ταινία από αυτό, αλλά αυτό που θα πάρεις είναι μια όμορφη εμπειρία. Αυτό συνέβη με το “Τζακ και Ρόουζ”, και συμβαίνει και με την “Ανεμώνη”». Η ταινία, που τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, μιλά για δύο αδέλφια, τον Ρέι (Ντέι-Λιούις) και τον Τζεμ (Σον Μπιν), που είχαν υπηρετήσει σε βρετανικές παραστρατιωτικές ομάδες στη Βόρεια Ιρλανδία πριν από χρόνια. Ο Ντέι-Λιούις σχολίασε ότι ενώ ορισμένες προηγούμενες ταινίες του, όπως το «Στο Ονομα του Πατρός» και «Ο Μποξέρ», εξερευνούσαν τα γεγονότα από την πλευρά των καθολικών του Δυτικού Μπέλφαστ, ένιωθε μέχρι πρότινος ότι δεν ήταν «κουλ» να δείξεις την εμπειρία των βρετανών στρατιωτών.
Ομως αυτό ήταν λάθος, παραδέχτηκε: νέοι άνθρωποι βρέθηκαν αντιμέτωποι χωρίς λόγο. Ηταν ένας «βρώμικος, βρώμικος πόλεμος», και μέχρι τότε τον είχε εξετάσει μόνο από τη μία πλευρά. Η «Ανεμώνη», γράφει ο Guardian, έχει λάβει μεικτές κριτικές: πολλοί επαίνεσαν την ερμηνεία του Ντέι-Λιούις και την αισθητική της ταινίας, αλλά αμφιταλαντεύονται αν τα στοιχεία συνθέτουν μια συνεκτική αφήγηση. Αυτό τον προβλημάτισε: «Από τη μια σκέφτομαι “κάναμε την ταινία που θέλαμε να κάνουμε, είναι ό,τι είναι, κάναμε ό,τι μπορούσαμε”, αλλά φυσικά έχει μεγάλη σημασία για μας τι λένε οι άλλοι. Οι κριτικοί έχουν εν μέρει τη δύναμη είτε να ενθαρρύνουν το κοινό να τη δει είτε να το αποτρέψουν.
Αλλά αυτό που επιθυμούμε είναι, όταν η δουλειά μας τελειώσει, να σημαίνει κάτι για τον κόσμο. Και αν αποδειχθεί πως δεν σημαίνει, είναι πολύ κακό συναίσθημα. Σε ρίχνει πολύ» είπε. Αναφέρθηκε επίσης σε συναντήσεις με τους ήρωές του στην υποκριτική, όπως ο Μάρλον Μπράντο, που κάποτε του πρότεινε να συνεργαστούν, και ο Αλεκ Γκίνες, που του έστειλε γράμμα με έπαινο μετά την κυκλοφορία του «Ωραίο μου Πλυντήριο». «Αυτό σήμαινε απίστευτα πολλά για μένα», είπε. Πρόσθεσε ότι η πιο δυνατή ερμηνεία που έχει δει ποτέ είναι αυτή του Ντέιβιντ Μπράντλεϊ, νεαρού ηθοποιού στην ταινία «Κες» του Κεν Λόουτς: «Δεν ήξερα ότι ήταν δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο.
Ενα αγόρι που δεν είχε ποτέ παίξει. Κι όμως, κάποιες από τις σπουδαιότερες ερμηνείες προέρχονται από ανθρώπους που δεν έχουν εκπαιδευτεί ποτέ». Ο ηθοποιός θυμήθηκε τα χρόνια που πέρασε παρακολουθώντας προβολές σε κινηματογραφικές λέσχες το Σάββατο το πρωί στο νότιο Λονδίνο: «Εβλεπες κινούμενα σχέδια και μετά τον “Μοναχικό Καβαλάρη” και μετά κάτι σε ένα διαστημόπλοιο και σου έδιναν ένα σήμα και ήταν απλά φανταστικό». Είπε ότι η «Μαίρη Πόπινς» ήταν μία από τις σπουδαιότερες ταινίες που φτιάχτηκαν ποτέ, ξεχωρίζοντας την πρωταγωνίστριά της: «Τι κούκλα! Είχα ερωτευτεί την Τζούλι Αντριους», είπε. Ο Ντέι-Λούις κατέληξε λέγοντας ότι ενώ «είμαι περήφανος για μερικά πράγματα στην καριέρα μου, όμως πολλά άλλα θα τα ξεκινούσα από το μηδέν». Αλλά εκ των υστέρων νιώθει ανακούφιση, κατέληξε, επειδή είχε τη «σταθερότητα» που του επέτρεψε να απορρίψει πολλά περισσότερα έργα από όσα δέχτηκε να κάνει.