Όταν ο Λου Ριντ δήλωνε τυχερός που έζησε για να γνωρίσει τον Λέοναρντ Κόεν
Σαν σήμερα το 2013, έφυγε από τη ζωή το ««κακό παιδί» του ροκ εν ρολ
Χωρίς αμφιβολία, ο Λου Ριντ (1942-2013) υπήρξε το «κακό παιδί» του ροκ εν ρολ. Οι ιστορίες για τη βίαιη, ακραία και προκλητική του συμπεριφορά δεν ήταν υπερβολές. Εθισμένος στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, κατέστρεφε δωμάτια ξενοδοχείων, μπλεκόταν σε καβγάδες και δεν δίσταζε να προσβάλλει δημοσιογράφους. Κι όμως, πίσω από την εικόνα του άγριου ρόκερ κρυβόταν ένας άνθρωπος πολύ πιο σύνθετος. Ενώ οι περισσότεροι ροκ σταρ κυκλοφορούσαν με supermodels, ο Ριντ επέλεγε συντρόφους που προκαλούσαν τα κοινωνικά στερεότυπα, διατηρώντας σχέσεις με τρανσέξουαλ και ζώντας μια ζωή πέρα από τα όρια της «νόμιμης» κοινωνικής συμπεριφοράς. Τα τραγούδια του δεν μιλούσαν για μελαγχολικούς χωρισμούς ή γλυκανάλατους έρωτες, αλλά για την ωμή πραγματικότητα της δουλείας, του σαδομαζοχισμού και της περιθωριοποίησης, όπως αποτυπώνεται εμβληματικά στο Venus in Furs.
Αρκεί μια απλή αναζήτηση στο Google για να βρει κανείς δεκάδες περιστατικά που αποκαλύπτουν την εκρηκτική του ιδιοσυγκρασία. Χαστούκισε τον Ντέιβιντ Μπόουι όταν εκείνος τον συμβούλεψε να περιορίσει τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, ενώ δεν δίστασε να αποκαλέσει τον Μπομπ Ντίλαν «Εβραίο υποκριτή» — παρότι και ο ίδιος ήταν Εβραίος. Ο Τζον Κέιλ, συνεργάτης του στους Velvet Underground, τον περιέγραψε ως «διεστραμμένο, τρομακτικό τέρας», ενώ ο μάνατζερ Πολ Μόρισεϊ τον χαρακτήρισε «ίσως το χειρότερο άτομο που έζησε ποτέ στον πλανήτη». Οι φίλοι και οι θαυμαστές του είχαν συνηθίσει τα ξεσπάσματά του. Κάποτε, σε ένα κατάστημα ρούχων στο Μανχάταν, όταν ένας πωλητής του είπε πως ήταν θαυμαστής του, ο Ριντ απάντησε ψυχρά: «Δεν ξέρω τι στο διάολο λες. Άντε γαμήσου».
Ο συγγραφέας Χάουαρντ Σάουνες, στο Notes From the Velvet Underground: The Life of Lou Reed, σημειώνει πως ο Ριντ «βρισκόταν σε έναν ατελείωτο πόλεμο με την οικογένεια, τους φίλους, τους εραστές, τα μέλη του συγκροτήματος, τους μάνατζερ και τις δισκογραφικές εταιρείες». Ο ίδιος, χωρίς ίχνος εξωραϊσμού, συνήθιζε να αυτοχαρακτηρίζεται ως «γαμημένος, πούστης και πρεζόνι». Ωστόσο, ο Λου Ριντ, πίσω από την εκρηκτική και συχνά προσβλητική του συμπεριφορά, υπήρξε ένας βαθιά περίπλοκος άνθρωπος και ένας καλλιτέχνης που ανέτρεψε ολοκληρωτικά το μουσικό τοπίο. Αγενής, απρόβλεπτος, αλλά πάντα αυθεντικός, ο Ριντ υπήρξε θεμελιώδης μορφή για ό,τι ακολούθησε για ολόκληρη τη μετέπειτα εξέλιξη της ροκ μουσικής και των παρακλαδιών της. Χωρίς αυτόν, το punk rock ίσως να μην υπήρχε. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το τραγούδι του «Vicious» έδωσε το όνομα στον Σιντ Βίσους. Η επιρροή του απλώθηκε ως τη grunge και τη shoegaze σκηνή, ενώ ο Μπράιαν Ίνο έχει πει χαρακτηριστικά: «Όλοι όσοι αγόρασαν το πρώτο άλμπουμ των Velvet Underground ξεκίνησαν μια μπάντα».
Τα τραγούδια του επηρέασαν γενιές μουσικών – από τους Joy Division και τους Jesus & Mary Chain μέχρι τους Galaxie 500, Luna, Spacemen 3, Dandy Warhols, Feelies και Pixies. Στο σκοτεινό άλμπουμ Berlin, ο Λου Ριντ αφηγείται την τραγική ιστορία του Τζιμ και της Καρολάιν – ενός ζευγαριού που βυθίζεται στη δίνη των ναρκωτικών, της πορνείας, της ενδοοικογενειακής βίας και, τελικά, της αυτοκτονίας. Οι ιστορίες του, βγαλμένες από τη σκληρή νεοϋορκέζικη πραγματικότητα, απείχαν παρασάγγας από τα συνηθισμένα κλισέ της ροκ μουσικής.
Οι ήρωές του δεν ήταν ροκ είδωλα, αλλά συγγραφείς όπως ο Χιούμπερτ Σέλμπι Τζούνιορ, ο Τζακ Κέρουακ και ο Άλεν Γκίνσμπεργκ. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο Syracuse, ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό The Lonely Woman Review, έγραφε διηγήματα και διάβαζε ποιήματα δυνατά, μαζί με την Πάτι Σμιθ και τον Τζιμ Κάρολ. Υπό την καθοδήγηση του ποιητή Ντέλμορ Σβαρτζ, έμαθε πως η απλότητα της γλώσσας μπορεί να γεννήσει τον πιο βαθύ συναισθηματικό αντίκτυπο – ένα μάθημα που σημάδεψε τη γραφή του στα «Heroin» και «Sister Ray».
Μεγαλωμένος σε μια μεσοαστική εβραϊκή οικογένεια στο Μπρούκλιν, ο νεαρός Λου Ριντ γνώρισε από νωρίς το κοινωνικό άγχος και την κατάθλιψη. Η μουσική υπήρξε γι’ αυτόν ένα καταφύγιο απέναντι στις δυσκολίες της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας. Στα μαθητικά του χρόνια πειραματίστηκε με ναρκωτικά, σχημάτισε το πρώτο του συγκρότημα, τους The Jades, και άρχισε να έλκεται από την underground σκηνή της Νέας Υόρκης. Η ψυχική του κατάρρευση στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου και οι θεραπείες με ηλεκτροσόκ που ακολούθησαν τον σημάδεψαν ανεξίτηλα — μια τραυματική εμπειρία που αργότερα θα μετουσιωνόταν στο τραγούδι Kill Your Sons. Μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Syracuse, ο Λου Ριντ μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου γνώρισε και συνδέθηκε στενά με τον Τζον Κέιλ. Μαζί δημιούργησαν τους Velvet Underground – μια μπάντα που, υπό την καθοδήγηση και την αισθητική σκέπη του Άντι Γουόρχολ, άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στη μουσική ιστορία, παρότι τα άλμπουμ τους δεν γνώρισαν εμπορική επιτυχία.
Η δεκαετία του 1970 υπήρξε για τον Ριντ περίοδος έντονων κρίσεων και καταχρήσεων, όμως η καλλιτεχνική του αυθεντικότητα δεν έπαψε ποτέ να λάμπει – ίσως μάλιστα τότε να έφτασε στην πιο ωμή και αληθινή της μορφή. Μέσα σε αυτό το αχανές και χαοτικό σύμπαν, υπήρχε ένας άνθρωπος που ο Λου Ριντ θαύμαζε βαθιά: ο Λέοναρντ Κόεν. Παρά τη δύστροπη και εκρηκτική του φύση, ο Ριντ υπήρξε ένα «μανιακό» μουσικό πνεύμα, ανήσυχο, παθιασμένο και αδιάκοπα δημιουργικό. Η αγάπη του για την R&B, το πρώιμο rock ’n’ roll, τη jazz, τη soul και τη folk τον οδήγησε φυσικά να αναγνωρίσει στον Κόεν έναν από τους πιο σπουδαίους δημιουργούς της εποχής του – έναν ποιητή που, όπως κι εκείνος, έψαχνε την αλήθεια μέσα από τη μουσική.
Στις ατελείωτες βραδιές στο Max’s Kansas City, οι δύο τους συναντήθηκαν και αντάλλαξαν σεβασμό. Ο Λου Ριντ δεν δίστασε να εκφράσει δημόσια τον θαυμασμό του: το 2008, κατά την εισαγωγή του Λέοναρντ Κόεν στο Rock and Roll Hall of Fame, δήλωσε: «Είμαστε τόσο τυχεροί που ζούμε την ίδια εποχή με τον Λέοναρντ Κόεν». Αυτά τα λόγια, γεμάτα σεβασμό και ειλικρίνεια, επιβεβαίωσαν ότι, παρά την ακραία προσωπικότητά του, ο Ριντ ήξερε να εκτιμά το μέγεθος του ταλέντου και της ανθρώπινης ευαισθησίας. Ο ίδιος ο Κόεν είχε πει στον Ριντ ότι το τραγούδι των Velvet Underground I’ll Be Your Mirror τον είχε εμπνεύσει να γίνει τραγουδοποιός, αποδεικνύοντας την αμοιβαία επίδραση που είχαν οι δύο καλλιτέχνες.
Ο Λου Ριντ ήταν δύσκολος, εκρηκτικός, πολλές φορές ακραίος, κι όμως, μέσα σε όλο αυτό το χάος, ένιωθε βαθιά τυχερός που είχε συναντήσει τον Λέοναρντ Κόεν. Η ματιά του μας υπενθυμίζει πως ακόμη και οι πιο ατίθασοι μπορούν να νιώσουν δέος μπροστά στο ταλέντο, να αναγνωρίσουν την αξία μιας συνάντησης με έναν συνοδοιπόρο στη μουσική και την τέχνη, και να καταλάβουν ότι ορισμένες εμπειρίες είναι πραγματικά μοναδικές. Ο Ριντ και ο Κόεν, δύο κόσμοι διαφορετικοί, δύο φωνές αξεπέραστες, ενώθηκαν για λίγο στον ίδιο χώρο, αφήνοντας πίσω τους μια κληρονομιά που συνεχίζει να εμπλουτίζει την παγκόσμια μουσική.
