Νίκος Καζαντζάκης: μια αστραπή η ζωή του... μα πρόλαβε
Ήρθε από μια σκοτεινή άβυσσο σαν σήμερα, 18 Φεβρουαρίου 1883, και κατέληξε σε μια σκοτεινή άβυσσο τον Οκτώβριο του 1957, διανύοντας το μεταξύ φωτεινό διάστημα της ζωής. Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν πίστευε σε ιδέες αλλά σε ανθρώπους που κουβαλούν τις ιδέες, δίνοντας τους το μπόι τους. Πίστη του ο άνθρωπος, γιατί ο άνθρωπος έχοντας μια καρδιά σαν κουβάρι από κάμπιες που με ένα φύσηγμα μπορούν να γίνουν πεταλούδες, είναι ο καθένας από εμάς που μπορεί να κάμει θάματα, αν καταλάβει πριν να είναι αργά ότι κουβαλά έναν θεό μέσα του... τον ίδιο του τον εαυτό. Σαν άνθρωπος ήταν κι αυτός ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα, μα έβαλε σκοπό ζωής να ανοίξει τα μάτια του και να δει όλες τις δυνάμεις του Σύμπαντος που στροβιλίζονταν μέσα του. Και ο μυστικός νόμος του σύμπαντος; Ότι το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται.
“Μωρέ, τον αντρειωμένο μην τον κλαις, όσο κι αν αστοχήσει! Κι αν αστοχήσει μια και δυο, πάλε θα ζώσει τ’ άρματά του, πάλε θα βάλε το σκουφί στραβά, τον κατηφέ στο αυτί του και πάλε οι φίλοι του θα θρονιαστούν στα πλούσια του τραπέζια!”
(από την Οδύσσεια)
“Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα.”
(από τον Παράδεισο)
Μια αστραπή η ζωή του... μα πρόλαβε! Έλεγε πως δεν έχουμε παρά μια μονάχα στιγμή στη διάθεσή μας και πως θα πρέπει να κάνουμε τη στιγμή αυτή αιωνιότητα, γιατί άλλη αθανασία δεν υπάρχει. Πέθαινε κάθε μέρα. Γεννιόταν κάθε μέρα. Αρνιόταν ότι είχε κάθε μέρα. Η πιο αψηλή εντολή; Ν’ αρνηθεί κανείς όλες τις παρηγοριές, τους θεούς, τις πατρίδες, τις ηθικές και τις αλήθειες, ν’ απομείνει μόνος και ν’ αρχίσει να πλάθει μοναχά με τη δύναμή του, έναν κόσμο που να μην ντροπιάζει την καρδιά του. Ν’ αναλάβει την πάσα ευθύνη. Αγάπαγε την ευθύνη, καθώς κανένας δεν κυβερνάει μόνο τη μικρή ασήμαντη ύπαρξη του. Έλεγε: «Εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω». Δε ζύγιαζε, δε μετρούσε, δε βολευόταν. Ακολουθούσε το βαθύ του χτυποκάρδι. Η στερνή, η πιο ιερή μορφή θεωρίας ήταν η πράξη για εκείνον. Η φυγή δεν ήταν νίκη, τ' όνειρο ήταν τεμπελιά, και μόνο το έργο μπορούσε να χορτάσει την ψυχή και να σώσει τον κόσμο.
“Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: «Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;» Πολέμα!”
(από την Ασκητική)“Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο -ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο.”
(από το Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά)«Κάθε Έλληνας που δεν παίρνει, ας είναι και μια φορά στη ζωή του, μια γενναία απόφαση, προδίνει τη ράτσα του.»
(από το ο Χριστός ξανασταυρώνεται)
Πολιτική του ιδεολογία ήταν ότι δεν μισούσε κανέναν. Προσωπική του ιδεολογία η ελευθερία. Ελευθερία για τον Καζαντζάκη ήταν να μάχεσαι στη γης χωρίς ελπίδα, και ανώτερη αρετή από την ίδια την ελευθερία... το να μάχεσαι για αυτή. Η ανώτατη ελευθερία, η πιο αψηλή από όλες ήταν να πάψεις να φοβάσαι το θάνατο αλλά και να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες. Μια τέτοια ελευθερία όμως με δυσκολία την αναπνέει ο άνθρωπος, με δυσκολία την αντέχει... Με δυσκολία άντεξε το εκκλησιαστικό κατεστημένο την κοινωνικοποίηση του «Σωτήρα» του από τον μεγάλο συγγραφέα, ο οποίος σαν θιασώτης της κοινωνικής δράσης διακήρυττε ότι η προσευχή λέγεται πράξη, το να ασκητεύεις θα πει να ζεις με τους ανθρώπους και να ανεβαίνεις κάθε μέρα στο «Γολγοθά» και να σταυρώνεσαι μαζί τους.
“Η ευτυχία απάνω στη γης είναι κομμένη στο μπόι του ανθρώπου. Δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγούμε πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό μας. Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας.”
(από το ο Χριστός ξανασταυρώνεται)
Η πιο μεγάλη αλήθεια από όλες τις αλήθειες ήταν για αυτόν η ψυχή του ανθρώπου. Μια ψυχή που για να κατακτήσει την ευτυχία, θα πρέπει να περάσει πρώτα όλες τις δυστυχίες. Την ευτυχία δεν την κυνήγησε σαν σπάνιο πουλί πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό του, γιατί εκείνη ήταν ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή του. «Όσο ζούμε μιαν ευτυχία, δύσκολα τη νιώθουμε. Μονάχα όταν περάσει και κοιτάξουμε πίσω μας, καταλαβαίνουμε ξαφνικά -και κάποτε με κατάπληξη- πόσο σταθήκαμε ευτυχισμένοι», πίστευε. ‘Ότι δεν του συνέβη άλλωστε, ήταν ότι δεν πόθησε αρκετά.
Η τελευταία συνέντευξη του Νίκου Καζαντζάκη
Η κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη
Χτύπησε, χτύπησε τη μοίρα, ως ν' ανοίξει την πόρτα, να γλιτώσει αλλά δεν μπόρεσε να γλιτώσει από την ύστατη μοίρα του ανθρώπου... Νίκησε τουλάχιστον το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Δεν φοβήθηκε γιατί όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Πριν φύγει ζήτησε να γράψουν στον τάφο του...
«Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος!».





