ενημέρωση 3:23, 19 October, 2025

Αννα Γουίντουρ - Η τέχνη του αναπάντεχου

Η ξαφνική αποχώρηση της Άννα Γουίντουρ από το τιμόνι της αμερικανικής Vogue κλείνει τον κύκλο μιας εποχής. Κυρίως επαναφέρει τη συζήτηση αναφορικά με το ποια στ’ αλήθεια είναι η αναθεωρητική σιδηρά κυρία της μόδας με το «ασφαλές, στα όρια του βαρετού» στιλ.

Αν τα μικρά και τα θεωρητικά επουσιώδη, εκείνα δηλαδή που παραβλέπουμε και προσπερνάμε καθημερινά με ταχύτητα ινσταγκραμικού σκρολαρίσματος, είναι ψηφίδες ενός μωσαϊκού που συνθέτουν τη μεγάλη εικόνα, τότε πολλά μπορεί να καταλάβει κανείς για την Άννα Γουίντουρ κλέβοντας απλώς ματιές από το ιερό και το άβατό της. Δηλαδή το γραφείο της. Εκείνο που βρίσκεται στον 26ο όροφο του One World Trade Center της Νέας Υόρκης και διασφαλίζει στην επιτομή του girl boss μάλλον προνομιακή, αν και ακροθιγώς τουριστική, θέα προς το Άγαλμα της Ελευθερίας, αποσπώντας πότε πότε την προσοχή της από τις μακέτες των περιοδικών, την οθόνη του κινητού τηλεφώνου της και τις φωτογραφίες των δύο παιδιών της, της Μπι και του Τσαρλς Σάφερ.

Η από το φθινόπωρο του 1988 επικεφαλής της αμερικανικής έκδοσης της Vogue που στις 26 Ιουνίου ανακοίνωσε στην ομάδα της το τέλος της παντοκρατορίας της μοιάζει να μη συμπαθεί τις πολύωρες, φλύαρες κουβέντες και το εξαντλητικό και συνήθως ατελέσφορο brainstorming. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς την επιλογή της να υποδέχεται τους συνεργάτες και τους επισκέπτες της σε δύο αφαιρετικές αλλά καταφανώς άβολες καρέκλες φτιαγμένες από μέταλλο;

Υπάρχει ζωή για την αμερικανική Vogue χωρίς τη δημοσιογράφο που επανεφηύρε το περιοδικό αλλά και τη μόδα στα τέλη των 80s;

Για τη δικαιοσύνη του πράγματος μια ακριβώς ίδια καρέκλα έχει επιλέξει και για το δικό της θρόνο – ίσως για να δηλώνει εμμέσως πως ακόμα και στα 75 της χρόνια, έπειτα από μια δυσθεώρητη καριέρα σχεδόν έξι δεκαετιών στον περιοδικό Τύπο το λιγότερο που την ενδιαφέρει είναι να αράξει και να αναπαυτεί στις δάφνες της.

Άλλωστε όπως μπορεί κανείς να ξεδιαλέξει από τις ελάχιστες – συγκριτικά με το βεληνεκές και την επιδραστικότητά της- συνεντεύξεις που έχει δώσει, η Γουίντουρ πάντα προτιμούσε για τον εαυτό της το ρόλο του ανθρώπου που μπορεί (και τολμά) να αποδομήσει μια δουλειά μηνών και αξίας πολλών χιλιάδων ή και εκατομμυρίων δολαρίων μέσα σε μια στιγμή. Σαν ελεύθερος σκοπευτής. Όπως δηλαδή έπραξε και με την ανακοίνωση του τέλους της καριέρας της, δημιουργώντας ένα νέο status quo που περιγράφεται ήδη ως Vogue-shock.

Ίσως αυτή η αποφασιστικότητα και η σαφήνεια στην έκφραση όσων θέλει αλλά κυρίως όσων δε θέλει ευθύνεται για τους μύθους και τις διαδόσεις που κατατρύχουν μια ζωή την επονομαζόμενη σιδηρά κυρία του διεθνούς Τύπου και της βιομηχανίας της μόδας. Η αντίληψη που οι άλλοι αποκρυστάλλωναν διαχρονικά για τον τρόπο που εκείνη επέλεγε να κάνει τη δουλειά της – παρεμπιπτόντως μέχρι και σήμερα δηλώνει απερίφραστα, αναπολογητικά και με περίσσευμα σεμνοταπεινοσύνης δημοσιογράφος- δημιούργησε τη μυθολογία γύρω από το πρόσωπό της.

Το αλλοτινό it girl της λονδρέζικης σκηνής εκκολάφτηκε στον πιο επιδραστικό άνθρωπο στον παγκόσμιο Τύπο

Η Γουίντουρ, όπως πολλές φορές έχει επαναλάβει με το χαρακτηριστικό βρετανικό φλέγμα της, δεν ήθελε ποτέ το θέμα να είναι ίδια. Κι αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν προσπάθησε κιόλας, απέχοντας για παράδειγμα ως σύγχρονη ερημίτισσα από την πολλή συνάφεια των κοινωνικών δικτύων.

Το πρόβλημα μάλλον ήταν πως η εξόχως αναθεωρητική αντίληψή της την καταδίκασε άλλοτε να προκαλεί, άλλοτε να σκανδαλίζει, σε κάθε περίπτωση να μην περνά απαρατήρητη χτίζοντας μια εικόνα για εκείνην που μπορεί να έχει σχέση με την πραγματικότητα. Αλλά μπορεί και να μην έχει.

Ένα ολόσωστο λάθος

Πάρτε για παράδειγμα το τεύχος Νοεμβρίου του 1988 της αμερικανικής Vogue. Ή αλλιώς το πρώτο στο οποίο η Βρετανή δημοσιογράφος έβαλε την υπογραφή της. Όταν το εξώφυλλο έφτασε στο τυπογραφείο του εκδοτικού οργανισμού Conde Nast, πολλοί θεώρησαν πως η 38χρονη τότε διευθύντρια είχε υποπέσει σε ένα παιδαριώδες λάθος, και έσπευσαν να την καλέσουν το τηλέφωνο για να προλάβουν τα χειρότερα.

Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως η Vogue θα έβγαινε στα περίπτερα με τη φωτογραφία ενός μοντέλου που φορούσε τζιν παντελόνι και είχε απαθανατιστεί από τον Πίτερ Λίντμπεργκ σχεδόν με κλειστά μάτια. Η απάντηση πως εκείνο ήταν το σωστό εξώφυλλο ξάφνιασε ακόμα περισσότερο από την εικόνα του ισραηλινού μοντέλου Michaela Bercu.

Το πρώτο εξώφυλλο με την υπογραφή της Άννα Γουίντουρ το Νοέμβριο του 1988

Όμως για την Γουίντουρ αυτή ακριβώς η ανορθόδοξη και αταίριαστη με τα έως τότε ειωθότα του περιοδικού απόφαση αποτύπωνε με τον πιο ανάγλυφο τρόπο την αλλαγή που η ίδια διαισθανόταν και την οποία τελικά καθοδήγησε και επίσπευσε. Όπως έγραψε δύο δεκαετίες μετά το πρώτο της «σκάνδαλο», στην πραγματικότητα η φωτογραφία με το τζιν παντελόνι Guess των 100 δολαρίων και το εκατονταπλάσιας αξίας τζάκετ δια χειρός Christian Lacroix ήταν μια απόφαση της στιγμής.

Η νέα διευθύντρια της Vogue και ο φωτογράφος έκαναν την ανάγκη φιλοτιμία, αφού το παντελόνι του Lacroix δε χωρούσε στο μοντέλο που είχε πάρει μερικά γραμμάρια βάρους κι έτσι αυτοσχεδίασαν. Εκείνο που έκαναν χωρίς ενδεχομένως να το γνωρίζουν είναι πως εγκαινίαζαν μια νέα εποχή, εκδημοκρατισμού και απενοχοποίησης του περίκλειστου σύμπαντος της μόδας.

Η διορατική έφηβη

Εδώ που τα λέμε η Γουίντουρ είχε σχεδόν από παιδί σμιλέψει το ταλέντο της στο να συγχρονίζεται και ακόμα περισσότερο να προηγείται της εποχής της. Ο πρώτος που εμπιστεύθηκε τη διορατικότητά της ήταν ο πατέρα της, Τσαρλς Γουίντουρ, επίσης δημοσιογράφος για την εφημερίδα Evening Standard. Εκείνος ήταν που είχε προτρέξει στις συμβουλές της έφηβης κόρης του προκειμένου να κάνει το δημοσιογραφικό προϊόν του πιο συμβατό και θελκτικό με τις σεισμικές κοινωνικές αλλαγές της δεκαετίας του ‘60.

Ήταν η εποχή που εκείνη είχε ήδη επαναστατήσει για τον ενδυματολογικό κώδικα που της επέβαλαν στο σχολείο και είχε επιλέξει το κούρεμα μαλλιών που θα κρατούσε κατά πως φαίνεται για μια ζωή ως αξεσουάρ της στολής εργασίας της: το περίφημο bob haircut.

Το περίφημο bob haircut ακολουθεί την Γουίντουρ από τα 14 της χρόνια

Παρότι οι γονείς της επέμεναν ότι έπρεπε να σπουδάσει τη μόδα, η οποία είχε ήδη διαφανεί ως ειμαρμένη της, η ίδια έπειτα από ένα σύντομο εκπαιδευτικό πρόγραμμα στα Harrod’s και τη μαθητεία της σε ένα κολλέγιο, τα βρόντηξε με το σκεπτικό πως κανείς δεν μπορεί να σου καλλιεργήσει το αισθητήριο. Ή το ‘χεις ή δεν το ΄χεις.

Από μικρή στα beef

Το βάπτισμα του πυρός στη δημοσιογραφία το έλαβε στο περιοδικό Oz, αργότερα εργάστηκε για το Harper’s & Queens δίνοντας ένα σαφές στίγμα για την αισθητική της προσέγγιση, δημιουργώντας για παράδειγμα fashion editorials αντλώντας αναφορές από πίνακες του Ρενουάρ και του Μανέ, και το 1975 μετοίκησε στη Νέα Υόρκη.

Σήμερα η ίδια λέει ότι θα ήταν άτολμη αν δεν είχε επιχειρήσει το φαινομενικά μετέωρο επαγγελματικό άλμα. Τα παραλειπόμενα της εποχής από την άλλη υποστηρίζουν ότι αναγκάστηκε να φύγει εξαιτίας του ομηρικού beef που είχε με το τότε αντίπαλον δέος της.

YouTube thumbnail

Στις ΗΠΑ τα πράγματα δεν ξεκίνησαν ακριβώς με το δεξί για τη γυναίκα που πολλά χρόνια αργότερα – συγκεκριμένα το 2017- θα λάμβανε τον τίτλο της Dame από τα ροζιασμένα χέρια της βασίλισσας Ελισάβετ Β. Η θητεία της στην αμερικανική έκδοση του Harper’s Bazaar τελείωσε πριν προλάβει να πάρει μπροστά. Οι εικονοκλαστικές και πολυέξοδες φωτογραφίσεις της την οδήγησαν εκτός νυμφώνος λίγους μήνες αφού κόλλησε τα πρώτα ένσημά της.

Λέγεται μάλιστα πως λίγο μετά την απόλυσή της γνώρισε τον Μπομπ Μάρλεϊ και εξαφανίστηκαν μαζί από προσώπου γης για μία εβδομάδα. Σε συνέντευξή της στον Τζέιμς Κόρντεν το 2017 η Γουίντουρ δήλωσε πως αν και το περιστατικό ποτέ δε συνέβη, η ίδια θα πετούσε τη σκούφια της για να είχε συνευρεθεί με τον θρύλο της ρέγκε.

Εξασφανίστηκε η νεαρή Γουίντουρ για μία εβδομάδα με τον Μπομπ Μάρλεϊ; Η ίδια έχει διαψεύσει τον αστικό μύθο

Τη μετεωρική άνοδό της την οφείλει στη θητεία της στο περιοδικό New Yorker όπου ανέλαβε τη θέση της fashion editor το 1981. Ήταν τόσο καλή στο νέο της ρόλο ώστε δύο χρόνια μετά έγινε το μήλον της έριδος ανάμεσα στο έντυπο που την ανέδειξε και την αμερικανική έκδοση της Vogue. Η πλάστιγγα έγειρε υπέρ της δεύτερης, αφού εκτός από το ουρανομήκες ποσό που της πρόσφερε δημιούργησε μια νέα θέση στην ιεραρχία για εκείνη με διευρυμένα μάλιστα καθήκοντα.

Η Γουίντουρ ήταν πια creative director. Το ‘85 επέστρεψε στα πάτρια εδάφη της για να αναλάβει επικεφαλής της βρετανικής έκδοσης του περιοδικού και ξεκίνησε να χτίζει αυτό που εντυπώθηκε σε πολλούς ως το «κακό» όνομά της.

Ανάμεσα στα νέα ήθη που έφερε στη Vogue ήταν και το πρώτο εξώφυλλο μιας Πρώτης Κυρίας. Την τιμή που δεν έζησε ούτε η Τζάκι Κένεντι απόλαυσε η Χίλαρι Κλίντον το Δεκέμβριο του 1998

Τυφώνας Αννα

Στα 36 της χρόνια και με το τρένο ενός καινούργιου κόσμου να έχει βάλει ήδη μπρος τις μηχανές του η Γουίντουρ δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Για να μη μακρηγορούμε, η νέα διευθύντρια ξήλωσε τα πάντα στο πέρασμά της – αυτό το πάντα περιλαμβάνει ανθρώπους, νοοτροπίες, αισθητική, στερεότυπα. Ναι, οι υφιστάμενοί της δεν έτρεφαν ακριβώς τα πιο αβρά αισθήματα για εκείνην, όμως δε συνέβαινε το ίδιο με τα αφεντικά της.

Δύο χρόνια μετά τη θητεία της στο Λονδίνο και αφού μάλλον είχε βαρεθεί να διασχίζει κάθε τόσο από αέρος τον Ατλαντικό με το Concorde για να συναντά τον τότε σύζυγό της, τον ψυχίατρο Ντέιβιντ Σάφερ με τον οποίο παντρεύτηκαν το 1984 (χώρισαν 15 χρόνια και δυο παιδιά μετά), ήταν καιρός να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη και μάλιστα αναλαμβάνοντας ένα ακόμα στοίχημα.

Με τον αείμνηστο πλέον σύζυγό της ψυχίατρο Ντέιβιντ Σάφερ παντρεύτηκαν το 1984 και χώρισαν 15 χρόνια και δύο παιδιά μετά

Να αναστήσει το περιοδικό House & Garden που φυλλορροούσε και έμοιαζε έρμαιο του ανταγωνισμού. Ένα χρόνο αργότερα είχε έρθει η στιγμή της. Η κυκλοφορία και το γόητρο της Vogue χειμαζόταν από το νεότευκτο τότε Elle κι εκείνη δεν είχε παρά να επαναλάβει τον καλό εαυτό της, αφαιρώντας τη σκόνη και την πατίνα του χρόνου από την ιστορική έκδοση και επαναλανσάροντας μια έκδοση που θα συνομιλούσε με τη σύγχρονη γυναίκα της εποχής. Και θα την ενδιέφερε.

Κανείς δεν μπορούσε να έχει τρέφει την παραμικρή αμφιβολία, όταν σε εκείνο το πρώτο εξώφυλλο του Νοεμβρίου του 1988 είδε να φιγουράρει το θέμα με τίτλο «Είναι οι άνδρες οι νέες bimbos;».

Κατασκευάζοντας θέσφατα

Πολλά καταλογίζουν πολλοί στη Γουίντουρ. Τη μέμφονται ως δεσποτική, αυταρχική, σκληρή, άτεγκτη και ειρωνική – προφανώς στο δέος που δημιουργεί ακόμα και σε δημοσιογράφους έγκριτων εφημερίδων που την έχουν συναντήσει για συνεντεύξεις συμβάλουν τα θρυλικά μαύρα γυαλιά της, πάντα του οίκου Chanel.

Μαύρα Chanel γυαλιά. Ή αλλιώς το εκ των ων ουκ άνευ υλικό του μύθου της Άννα Γουίντουρ

Όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως ήταν η μόνη που ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 αντιλήφθηκε το τέλος τη εποχής των supermodels και ανέδειξε σε νέους ήρωες της εποχής τους celebrities, κάνοντας ένα επιτυχημένο συνοικέσιο ανάμεσα στη μόδα και τη διασημότητα, το οποίο αργότερα έγινε οικουμενική πεπατημένη και τελικά θέσφατο. Πέτυχε με άλλα λόγια η μόδα να αναφορά όχι τους λίγους και τους εκλεκτούς αλλά όσους είχαν μάτια να δουν.

Την ίδια συνταγή ακολούθησε και με το MET Gala από όταν ανέλαβε τα ινία του το 1995. Παρεμπιπτόντως η Γουίντουρ πιστεύει ότι αν κανείς έχει την επιλογή να επισκεφτεί μόνο ένα τοπόσημο της Νέας Υόρκης, τότε οφείλει να σπεύσει για προσκύνημα στο Μητροπολιτικό Μουσείο της πόλης.

Η απερχόμενη επικεφαλής της Vogue που όμως θα διατηρήσει τη θέση της Global Chief Content Officer του ομίλου Conde Nast, την οποία ανέλαβε από το 2020, κατάφερε όχι μόνο να αναστήσει το φιλανθρωπικό δείπνο που διοργανώνεται κάθε πρώτη Δευτέρα του Μαΐου για τη στήριξη του Costume Institute του μουσείου, αλλά να το αναδείξει στο πιο φωτογενές και λαοπρόβλητο κοσμικό γεγονός στον πλανήτη.

Το 1995 ανέλαβε το MET Gala. Πλέον το έχει αναδείξει στη ναυαρχίδα των κοσμικών λαοσυνάξεων του πλανήτη

Και μάλιστα ανανεώνοντας διαρκώς το ενδιαφέρον και αναλαμβάνοντας αποφάσεις που ενέχουν ρίσκο. Όπως τη δεκαετία του ‘90 πόνταρε τις μάρκες της στις διασημότητες, τα τελευταία χρόνια έβαλε στο παιχνίδι τις περσόνες που γεννήθηκαν στα σπλάχνα του διαδικτύου. Ήταν μια ακόμα αμφιλεγόμενη επιλογή της, η οποία πλέον μοιάζει αυτονόητη.

Περί διαβόλου και Prada

Το εύρος της επιρροής και της αναγνωρισιμότητά της επισφραγίστηκε και μέσα από το φιλμ «Ο διάβολος φοράει Prada». Πολλοί φυσικά είναι εκείνοι που ταύτισαν τη φιγούρα της ηρωίδας Μιράντα Πρίστλεϊ, την οποία υποδύθηκε υποδειγματικά η Μέριλ Στριπ, με την Άννα Γουίντουρ. Όχι άδικα, αφού η ταινία του 2005 βασίστηκε εν πολλοίς στο βιβλίο της αλλοτινής βοηθού της διευθύντριας της Vogue, Λόρεν Γουαϊζμπέργκερ.

Η Μέριλ Στριπ ως κινηματογραφικό ισοδύναμο της Άννα Γουίντουρ

Βεβαίως αξίζει να αναφέρουμε πως ενώ στο φιλμ η σιδηρά κυρία του περιοδικού Τύπου απολαμβάνει latte, τον οποίο ζητά δεσποτικά από τις βοηθούς της, στην αληθινή ζωή η Άννα Γουίντουρ δεν αλλάζει με τίποτα το grande cappucino της – εννοείται από τα Starbucks.

Παρά πάντως τις εκλεκτικές συγγένειες που βρήκαν πολλοί μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας η Γουίντουρ λέει πως εάν ποτέ η ζωή της μεταφερόταν στο θέατρο θα ήθελε να είναι η Μέριλ Στριπ εκείνη που θα αναλάμβανε το φορτίο να την ενσαρκώσει. Αν πάντως μιλάμε για απτή και μετρήσιμη επιδραστικότητα, αξίζει να θυμόμαστε πως το 2012 η διευθύντρια της Vogue συγκέντρωσε μέσα από τις δράσεις της την τέταρτη μεγαλύτερη χρηματοδότηση για τη δεύτερη προεδρική καμπάνια του Μπαράκ Ομπάμα – και έκανε την Μισέλ Ομπάμα κολλητή της.

Ποια είσαι Αννα Γουίντουρ;

Το αληθινό πρόσωπο της γυναίκας που όρισε τη σύγχρονη μόδα ή τέλος πάντων μια υπόνοιά του – και μάλιστα ως επί το πλείστον χωρίς τα περίφημα γυαλιά της- είχαμε την ευκαιρία να δούμε στο ντοκιμαντέρ «September Issue» του 2009. Επρόκειτο για την καταγραφή της φρενήρους προετοιμασίας του μεγαλύτερου (και του πιο αποδοτικού διαφημιστικά) τεύχους του χρόνου, στο οποίο εκτός από τη Γουίντουρ και τους συνεργάτες της μιλούσαν για εκείνη πολλοί από τους στυλοβάτες της παγκόσμιας μόδας.

YouTube thumbnail

Ναι, εκείνους που η επικεφαλής της Vogue είχε αρκετή δύναμη για να αποθεώσει ή καταβαραθρώσει με ένα της νεύμα και μόνο. Ανάμεσα στους άλλους που κατέθεσαν την εμπειρία τους στο ντοκιμαντέρ που διαγωνίστηκε στο φεστιβάλ Sundance ήταν φυσικά ο μάλλον πιο αγαπητός σχεδιαστής της Γουίντουρ Καρλ Λάγκερφελντ αλλά και η Ντονατέλα Βερσάτσε, η οποία είχε ομολογήσει τότε μια θεωρητικά αυτονόητη αλήθεια. Πως στη Γουίντουρ δε λέει ποτέ κανείς όχι.

Η ίδια από την άλλη έχει μια διαφορετική αντίληψη για τον εαυτό της. Πιστεύει ότι τα όχι είναι καλοδεχούμενα αρκεί να αρθρώνονται από αποφασιστικούς και ξεκάθαρους ανθρώπους. Και ανοιχτούς στη διαπραγμάτευση θα πρόσθετε κάποιος που θα την είχε ακούσει να δηλώνει πως εάν δεν είχε αφιερώσει την ζωή της στο να δημιουργεί ένα καθρέφτισμα του κόσμου μέσα από τα περιοδικά θα είχε επιλέξει το επάγγελμα της διαμεσολαβήτριας.


Με την βασίλισσα Ελισάβετ Β, η οποία το 2017 την έχρισε Dame

Οι επίγονοι

Κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλει πως θα χρειαστεί να εκπληρώσει το ρόλο για την επιλογή του ανθρώπου που θα τη διαδεχτεί έπειτα από 37 χρόνια. Σύμφωνα με τον αμερικανικό Τύπο τρεις είναι οι επικρατέστερες υποψήφιες που θα διαγκωνιστούν για να καλύψουν το – κακά τα ψέματα – δυσαναπλήρωτο κενό.

Εν αρχή ην η Έϊμι Άστλεϊ, πάλαι ποτέ ψυχή της Teen Vogue, σάρκα από τη σάρκα του ομίλου της Conde Nast και εδώ και σχεδόν μια δεκαετία επικεφαλής του περιοδικού Architectural Digest. Μοιάζει μάλλον η πιο ασφαλής και αυτονόητη επιλογή, ειδικά για έναν οργανισμό που επενδύει στους ανθρώπους του. Από την άλλη υπάρχει πάντα η Τσιόμα Νάντι, fashion editor για τη βρετανική Vogue που χαίρει της εκτίμησης και του θαυμασμού και απολαμβάνει τη φιλία της απερχόμενης διευθύντριας.

Με την κόρη της Μπρι στα πρόσφατα Tony Awards

Τρίτη έρχεται η Κέιτ Μπέιτς, η οποία ανήκει στο δυναμικό του CNN και έχει ένα μάλλον ανυπέρβλητο μειονέκτημα. Την αλλοτινή ρήξη με την Γουίντουρ, η οποία καθοδήγησε την ηρωική έξοδό της από τη Vogue. Αλλά ποιος μπορεί να μπει στ’ αλήθεια στο μυαλό μιας γυναίκας που παρότι είχε όλη τη βιομηχανία της μόδας στα πόδια της εξακολουθεί να περιγράφει το προσωπικό της στιλ ως «ασφαλές και μάλιστα στα όρια του βαρετού»;

Σιδηρά κυρία στη σύνταξη

Όσο για το πώς η ίδια θα περνά το χρόνο της ως συνταξιούχος; Πιθανότατα θα συνεχίσει την ρουτίνα του ξυπνήματος στις 5 το πρωί, θα έχει άφθονο χρόνο για να δειπνεί με Βρετανούς συμπατριώτες της (είναι οι μόνοι που έχει γούστο να συντρώγεις μαζί τους, λέει), να εξασκείται στο τένις και μάλιστα με τους κολλητούς της Ρότζερ Φέντερερ και Σερένα Γουίλιαμς, να ασχολείται με τα τρία της σκυλιά που δεσπόζουν ως wallpaper στο κινητό τηλέφωνό της και να συναντά τα εγγόνια της, τα οποία ουδέποτε έχουν εκστομίσει τη λέξη γιαγιά.


Το γραφείο της στον 26ο όροφο το One World Center αναζητά ήδη νέο ένοικο

Να μια ακόμα ιδιοτροπία για τη γυναίκα που έμαθε να ζει με τις υποθέσεις των άλλων, που δεν έχασε ποτέ στην ζωή της αεροπορική πτήση, που δε μένει σε πάρτι και λαοσυνάξεις για παραπάνω από 10 λεπτά, που δεν έχει καμία πρόληψη και καμία προκατάληψη, που παραδέχεται ότι δεν μπορεί να μαγειρέψει ούτε βραστό νερό, που κανείς δεν μπορεί να αποκρυπτογραφήσει το γραφικό χαρακτήρα της.

Με την επιστήθια φίλη της Μισέλ Ομπάμα στην ονοματοδοσία του Costume Institute του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης

Ποια είναι τελικά η Άννα Γουίντουρ; Μια γυναίκα που υπηρέτησε για μια ζωή τη δημοσιογραφία και τη μόδα, ανεχόμενη με στωικότητα τους ανθρώπους που επιμένουν να φοράνε μαύρα.

Πολυμέσα

Τελευταία τροποποίηση στιςΣάββατο, 28 Ιουνίου 2025 07:42

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.