ενημέρωση 1:33, 17 November, 2025

Αιμίλιος Βεάκης

Σπουδαίος έλληνας ηθοποιός, για πολλούς ο κορυφαίος ηθοποιός που ανέδειξε το νεοελληνικό θέατρο.

 Ο Αιμίλιος Βεάκης γεννήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1884 στον Πειραιά. Εγγονός του λόγιου και συγγραφέα Ιωάννη Βεάκη, έμεινε ορφανός από μικρός και μεγάλωσε με συγγενείς του, οι οποίοι τον προόριζαν για το εμπόριο. Παρά τις αντιδράσεις τους, φοίτησε κατ’ αρχάς στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και στη συνέχεια εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1901 διέκοψε τις σπουδές του και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο με το θίασο της Ευαγγελίας Νίκα, σε μία κωμωδία του Σαρντού στο Βόλο.

Ως το 1913 περιόδευε συνεχώς στην επαρχία, με μία διακοπή στο διάστημα της στρατιωτικής του θητείας (1912-1913), κατά τη διρκεια της οποίας συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και πήρε προαγωγή σε λοχία επ’ ανδραγαθία. Το 1914 τύπωσε το αφήγημα «Πολεμικαί Εντυπώσεις» με τις αναμνήσεις από τη συμμετοχή στον ένδοξο πόλεμο.

Από το 1914 και ως το 1918 συνεργάστηκε με τους θιάσους του Τηλέμαχου Λεπενιώτη, της Χριστίνας Καλογερίκου, της Μαρίκας Κοτοπούλη και της Κυβέλης, παίζοντας ρόλους σε έργα Πιραντέλο, Χέμπελ, Ευριπίδη, Χορν, Σέξπιρ και Αντρέγεφ. Το 1919 συνεργάστηκε στην «Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου» με τον σκηνοθέτη και κριτικό Φώτο Πολίτη στη μνημειώδη και ιστορική παράσταση του «Οιδίποδα Τυράννου» του Σοφοκλή, όπου καθιερώθηκε ως ο πρώτος τραγωδός της εποχής του.

Με τον ίδιο θίασο έπαιξε, μεταξύ άλλων, τον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ, τους «Αδελφούς Καραμαζώφ» του Ντοστογιέφσκι, τους «Φοιτητές» του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Ως το 1930 συνεργάστηκε με την Κυβέλη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη και με προσωπικό θίασο ανέβασε το 1921 για πρώτη φορά το «Φυντανάκι» του Παντελή Χορν. Το 1931 συγκρότησε θίασο με την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή και ανέβασαν έργα, όπως «Ο Πατέρας» του Στρίντμπεργκ, «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ο’ Νηλ και «Θείος Βάνιας» του Τσέχοφ.

Με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου, έγινε βασικό στέλεχός του (1932-1942) και πρωταγωνίστησε σε δεκάδες έργα του διεθνούς ρεπερτορίου. Το 1941 έπαιξε στο Ηρώδειο «Οιδίποδα Τύραννο» με το Εθνικό Θέατρο. Το 1942 αποχώρησε και συνεργάστηκε με τον θίασο της Κατερίνας, με τον θίασο Μανωλίδου, Παππά, Δενδραμή και πάλι με την Κατερίνα (1944).

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ και μετά τα «Δεκεμβριανά» (1944) ακολούθησε την πορεία των δυνάμεων του ΕΛΑΣ κατά την υποχώρησή τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, παίζοντας με άλλους ηθοποιούς στις πόλεις, όπου περνούσε. Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945) ο Βεάκης επέστρεψε στην Αθήνα και υπέστη διώξεις για την πολιτική του δράση. Κλήθηκε από τον ανακριτή για τη λεγόμενη δήλωση μετανοίας. Στο υπόμνημά του στις 27 Μαρτίου 1945 έγραψε μεταξύ άλλων: «... Μισώ τα τυραννικά καθεστώτα, το φασισμό και τη βία. Πιστεύω ότι ο ιμπεριαλισμός οδηγεί και διαιωνίζει την αλληλοσφαγή των εθνών. Επιζητώ και εύχομαι την ειρηνική συμβίωση των λαών της Γης κάτω από ελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα. Είμαι δημοκράτης και ανθρωπιστής».

Παρά τις διώξεις και την κλονισμένη υγεία του, υπήρξε ιδρυτικό μέλος των «Ενωμένων Καλλιτεχνών» και συμμετείχε στις παραστάσεις «Ιούλιος Καίσαρας» του Σαίξπηρ, «Αδελφοί Καραμαζόφ» του Ντοστογιέφσκι, «Θεοδώρα» του Δημήτρη Φωτιάδη και «Εχθροί» του Γκόρκι (1945-1946). Τον επόμενο χρόνο σχημάτισε θίασο με τον Γιώργο Παππά. Αλλά καταβεβλημένος ψυχικά και σωματικά αποφάσισε να αποχωρήσει από το θέατρο, παίρνοντας μία πενιχρή σύνταξη το 1947. Τον επόμενο χρόνο απολύεται από το Ωδείο Αθηνών όπου δίδασκε.

Δεν πέρασε πολύς χρόνος και το 1949 επανήλθε στο θεατρικό σανίδι, ενισχύοντας με την παρουσία του τον νεανικό θίασο «Ρεαλιστικό Θέατρο». Έπαιξε στα έργα «Χρυσάφι» του Ο' Νηλ, «Σχολείο συζύγων» του Μολιέρου και «Το νυφιάτικο τραγούδι» του πρωτοεμφανιζόμενου Νότη Περγιάλη. Το 1951 επανήλθε στο Εθνικό Θέατρο, όπου έπαιξε στη «Δάφνη Λωρεόλα» με την Κυβέλη και στους «Τρεις Κόσμους» του Διονυσίου Ρώμα.

Οι εμφανίσεις του Βεάκη στη μεγάλη οθόνη μετριούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών. Χαρακτηριστικοί είναι οι ρόλοι τους στις ταινίες «Αστέρω» (1929) και «Η φωνή της καρδιάς» (1943). Ο σπουδαίος ηθοποιός έγραψε ποιήματα, διασκεύασε για το θέατρο τους «Ταπεινούς και Καταφρονεμένους» του Ντοστογιέφσκι κι έγραψε και μερικά πρωτότυπα θεατρικά έργα. Μετά το θάνατό του είδε το φως το «Ημερολόγιό» του.

Ο Αιμίλιος Βεάκης πέθανε στις 29 Ιουνίου 1951 στην Αθήνα, σε ηλικία 66 ετών.

Σύμφωνα με τον θεατρικό κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο, ο Βεάκης «υπήρξε ηθοποιός πλήρης: τραγικός, δραματικός και χυμώδης κωμικός. Με τεχνική εκπληκτική, κατόρθωνε να εισέρχεται στην ουσία των προσώπων που υποδυόταν, με άνεση, αίσθηση του ύφους και αφοπλιστική ευχέρεια. Εκτός των μεγάλων ρόλων που εφώτισε με απαράμιλλη τέχνη, ανέδειξε πληθώρα μικρών χαρακτηριστικών ρόλων, αποδείχνοντας πως ο μεγάλος ηθοποιός μπορεί να λάμψει και μέσα στα μικρά και απειροελάχιστα. Οι ερμηνείες του έμειναν ιστορικές, πηγές έμπνευσης για τους νεώτερους και όρια αξεπέραστα στην πορεία του ελληνικού θεάτρου».

Αιμίλιος Βεάκης

Σπουδαίος έλληνας ηθοποιός, για πολλούς ο κορυφαίος ηθοποιός που ανέδειξε το νεοελληνικό θέατρο.

Ο Αιμίλιος Βεάκης γεννήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1884 στον Πειραιά. Εγγονός του λόγιου και συγγραφέα Ιωάννη Βεάκη, έμεινε ορφανός από μικρός και μεγάλωσε με συγγενείς του, οι οποίοι τον προόριζαν για το εμπόριο. Παρά τις αντιδράσεις τους, φοίτησε κατ’ αρχάς στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και στη συνέχεια εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1901 διέκοψε τις σπουδές του και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο με το θίασο της Ευαγγελίας Νίκα, σε μία κωμωδία του Σαρντού στο Βόλο.

Ως το 1913 περιόδευε συνεχώς στην επαρχία, με μία διακοπή στο διάστημα της στρατιωτικής του θητείας (1912-1913), κατά τη διρκεια της οποίας συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και πήρε προαγωγή σε λοχία επ’ ανδραγαθία. Το 1914 τύπωσε το αφήγημα «Πολεμικαί Εντυπώσεις» με τις αναμνήσεις από τη συμμετοχή στον ένδοξο πόλεμο.

Από το 1914 και ως το 1918 συνεργάστηκε με τους θιάσους του Τηλέμαχου Λεπενιώτη, της Χριστίνας Καλογερίκου, της Μαρίκας Κοτοπούλη και της Κυβέλης, παίζοντας ρόλους σε έργα Πιραντέλο, Χέμπελ, Ευριπίδη, Χορν, Σέξπιρ και Αντρέγεφ. Το 1919 συνεργάστηκε στην «Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου» με τον σκηνοθέτη και κριτικό Φώτο Πολίτη στη μνημειώδη και ιστορική παράσταση του «Οιδίποδα Τυράννου» του Σοφοκλή, όπου καθιερώθηκε ως ο πρώτος τραγωδός της εποχής του.

Με τον ίδιο θίασο έπαιξε, μεταξύ άλλων, τον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ, τους «Αδελφούς Καραμαζώφ» του Ντοστογιέφσκι, τους «Φοιτητές» του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Ως το 1930 συνεργάστηκε με την Κυβέλη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη και με προσωπικό θίασο ανέβασε το 1921 για πρώτη φορά το «Φυντανάκι» του Παντελή Χορν. Το 1931 συγκρότησε θίασο με την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή και ανέβασαν έργα, όπως «Ο Πατέρας» του Στρίντμπεργκ, «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ο’ Νηλ και «Θείος Βάνιας» του Τσέχοφ.

Με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου, έγινε βασικό στέλεχός του (1932-1942) και πρωταγωνίστησε σε δεκάδες έργα του διεθνούς ρεπερτορίου. Το 1941 έπαιξε στο Ηρώδειο «Οιδίποδα Τύραννο» με το Εθνικό Θέατρο. Το 1942 αποχώρησε και συνεργάστηκε με τον θίασο της Κατερίνας, με τον θίασο Μανωλίδου, Παππά, Δενδραμή και πάλι με την Κατερίνα (1944).

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ και μετά τα «Δεκεμβριανά» (1944) ακολούθησε την πορεία των δυνάμεων του ΕΛΑΣ κατά την υποχώρησή τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, παίζοντας με άλλους ηθοποιούς στις πόλεις, όπου περνούσε. Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945) ο Βεάκης επέστρεψε στην Αθήνα και υπέστη διώξεις για την πολιτική του δράση. Κλήθηκε από τον ανακριτή για τη λεγόμενη δήλωση μετανοίας. Στο υπόμνημά του στις 27 Μαρτίου 1945 έγραψε μεταξύ άλλων: «... Μισώ τα τυραννικά καθεστώτα, το φασισμό και τη βία. Πιστεύω ότι ο ιμπεριαλισμός οδηγεί και διαιωνίζει την αλληλοσφαγή των εθνών. Επιζητώ και εύχομαι την ειρηνική συμβίωση των λαών της Γης κάτω από ελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα. Είμαι δημοκράτης και ανθρωπιστής».

Παρά τις διώξεις και την κλονισμένη υγεία του, υπήρξε ιδρυτικό μέλος των «Ενωμένων Καλλιτεχνών» και συμμετείχε στις παραστάσεις «Ιούλιος Καίσαρας» του Σαίξπηρ, «Αδελφοί Καραμαζόφ» του Ντοστογιέφσκι, «Θεοδώρα» του Δημήτρη Φωτιάδη και «Εχθροί» του Γκόρκι (1945-1946). Τον επόμενο χρόνο σχημάτισε θίασο με τον Γιώργο Παππά. Αλλά καταβεβλημένος ψυχικά και σωματικά αποφάσισε να αποχωρήσει από το θέατρο, παίρνοντας μία πενιχρή σύνταξη το 1947. Τον επόμενο χρόνο απολύεται από το Ωδείο Αθηνών όπου δίδασκε.

Δεν πέρασε πολύς χρόνος και το 1949 επανήλθε στο θεατρικό σανίδι, ενισχύοντας με την παρουσία του τον νεανικό θίασο «Ρεαλιστικό Θέατρο». Έπαιξε στα έργα  «Χρυσάφι» του Ο' Νηλ, «Σχολείο συζύγων» του Μολιέρου και «Το νυφιάτικο τραγούδι» του πρωτοεμφανιζόμενου Νότη Περγιάλη. Το 1951 επανήλθε στο Εθνικό Θέατρο, όπου έπαιξε στη «Δάφνη Λωρεόλα» με την Κυβέλη και στους «Τρεις Κόσμους» του Διονυσίου Ρώμα.

Οι εμφανίσεις του Βεάκη στη μεγάλη οθόνη μετριούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών. Χαρακτηριστικοί είναι οι ρόλοι τους στις ταινίες «Αστέρω» (1929) και «Η φωνή της καρδιάς» (1943). Ο σπουδαίος ηθοποιός έγραψε ποιήματα, διασκεύασε για το θέατρο τους «Ταπεινούς και Καταφρονεμένους» του Ντοστογιέφσκι κι έγραψε και μερικά πρωτότυπα θεατρικά έργα. Μετά το θάνατό του είδε το φως το «Ημερολόγιό» του.

Ο Αιμίλιος Βεάκης πέθανε στις 29 Ιουνίου 1951 στην Αθήνα, σε ηλικία 66 ετών.

Σύμφωνα με τον θεατρικό κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο, ο Βεάκης «υπήρξε ηθοποιός πλήρης: τραγικός, δραματικός και χυμώδης κωμικός. Με τεχνική εκπληκτική, κατόρθωνε να εισέρχεται στην ουσία των προσώπων που υποδυόταν, με άνεση, αίσθηση του ύφους και αφοπλιστική ευχέρεια. Εκτός των μεγάλων ρόλων που εφώτισε με απαράμιλλη τέχνη, ανέδειξε πληθώρα μικρών χαρακτηριστικών ρόλων, αποδείχνοντας πως ο μεγάλος ηθοποιός μπορεί να λάμψει και μέσα στα μικρά και απειροελάχιστα. Οι ερμηνείες του έμειναν ιστορικές, πηγές έμπνευσης για τους νεώτερους και όρια αξεπέραστα στην πορεία του ελληνικού θεάτρου».

Εμφανίσεις στο Εθνικό Θέατρο

ΈργοΣυγγραφέαςΡόλοςΈτος
Αγαμέμνων Αισχύλος Αγαμέμνων 1932
Ιούλιος Καίσαρ Σέξπιρ Μάρκος Βρούτος 1932
Η άμαξα Πρόσπερ Μεριμέ Δον Αντρές Ριβέρα 1932
Γλέντι, κρασί, αγάπη Αλεξάντρ Οστρόφσκι Αγκαφόν Ποτάπιτς 1932
Άννα Κρίστι Ευγένιος Ο’ Νηλ Κρις 1932
Ο θάνατος του Δαντόν Γκέοργκ Μπίχνερ Δαντόν 1933
Γιάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν Ερρίκος Ίψεν Γιάννης Γαβριήλ Ίψεν 1933
Οθέλλος Σέξπηρ Οθέλλος 1933
Οιδίπους τύραννος Σοφοκλής Οιδίπους 1933
Το φιντανάκι Παντελης Χορν Αντώνης 1933
Ταπεινοί και καταφρονεμένοι Φιοντόρ Ντοστογέφσκι Νικόλας Σεργκέιτς Ικμένιεφ 1934
Κύκλωψ Ευρυπίδης Κύκλωψ 1934
Ιούδας Σπύρος Μελάς Άννας 1934
Του φτωχού τ' αρνί Στέφαν Τσβάιχ Φρανσουά Φουρές, ανθυπολοχαγός 1934
Ιβάν ο τρομερός Αλεξέι Τολστόι Τσάρος Ιβάν 1935
Πέερ Γκυντ Ερρίκος Ίψεν Ο ρήγας του Ντόβρε 1935
Δωδέκατη νύχτα Σέξπηρ Κυρ-Τόμπης 1935
Τρισεύγενη Κωστής Παλαμάς Κώστας Μπουρνόβας, αγροφύλακας 1935
Ο επιθεωρητής Νικολάι Γκόγκολ Έπαρχος 1936
Αρραβωνιάσματα Δημήτρης Μπόγρης Λεμπέσης 1936
Ο κουρεύς της Σεβίλλης Μπομαρσέ Μπάρτολο 1936
Ρωμαίος και Ιουλιέτα Σέξπιρ Λαυρέντιος 1936
Πριν απ' το ηλιοβασίλεμα Γκέρχαρτ Χάουπτμαν Ματίας Κλάουζεν 1936
Ο κατά φαντασίαν ασθενής Μολιέρος Αργκάν 1937
Υπερωκεάνειο Τενασίτυ Σαρλ Βιλντράκ Ιντού 1937
Πόθοι κάτω απ' τις λεύκες Ευγένιος Ο’ Νηλ Εφραίμ Κάμποτ 1937
Άμλετ Σέξπηρ Κλαύδιος, βασιλιάς της Δανίας 1937
Ο πρίγκηπας του Χόμπουργκ Χ. φον Κλάιστ Συνταγματάρχης Κότβιτς 1938
Βασιλεύς Ληρ Σέξπιρ Ληρ, βασιλεύς της Βρεττανίας 1938
Ο σταυρός και το σπαθί Άγγελος Τερζάκης Σταυράκιος 1939
Πέρα απ' τον ορίζοντα Ευγένιος Ο΄Νηλ Τζέιμς Μάγιο 1939
Δωροθέα Άγγερμαν Γκέρχαρτ Χάουπτμαν Άγγερμαν, πάστορας 1940
Άμλετ Σέξπηρ Κλαύδιος, βασιλιάς της Δανίας 1940
Δωδέκατη νύχτα Σέξπηρ Κυρ-Τόμπης 1940
Το φιντανάκι Παντελης Χορν Αντώνης 1940
Αντιγόνη Σοφοκλής Κρέων 1940
Το φιντανάκι Παντελης Χορν Αντώνης 1941
Οιδίπους τύραννος Σοφοκλής Οιδίπους 1941
Δάφνη Λωρεόλα Τζέιμς Μπράιντι Σερ Τζόζεφ Πιττς 1951
Τρεις κόσμοι Διονύσιος Ρώμας Παπα-Κουτούζης 1951
 

Φιλμογραφία

ΈργοΣκηνοθέτηςΡόλοςΈτος
Μαρία Πενταγιώτισσα Αχιλλέας Μαδράς Λαμαράς 1926
Έρως και κύματα Δημήτρης Γαζιάδης   1928
Το λιμάνι των δακρύων Δημήτρης Γαζιάδης   1929
Αστέρω Δημήτρης Γαζιάδης Μπάρμπα Μήτρος 1929
Η φωνή της καρδιάς Δημήτρης Ιωαννόπουλος Σπύρος 1943
Πρόσωπα λησμονημένα Γιώργος Τζαβέλλας   1946
Τα Αρραβωνιάσματα Μαρία Πλυτά Βαγγέλης Λεμπέσης 1949
Οι απάχηδες των Αθηνών Ηλίας Παρασκευάς Ανδρέας Βερέμης 1950

ΠΗΓΗ: Σαν σήμερα

Αιμίλιος Βεάκης, ένας κομμουνιστής υμνητής του Μεταξά

Η Ιστορία δεν παραγράφεται ακόμη κι όταν είναι ενοχλητική. Μπορεί να είναι πολλοί αυτοί που θα αιφνιδιαστούν αρνητικά με το ποίημα του Αιμίλιου Βεάκη για τον Ιωάννη Μεταξά – όμως ο Βεάκης είναι ο Βεάκης και ο Μεταξάς είναι ο Μεταξάς. Αν το φέρνουμε στην επιφάνειεα είναι περισσότερο για να προβληματιστούμε σε σχέση με μια εποχή που δημιουργούσε τέτοιου είδους συμπτώματα – κυρίως όμως για να κατανοήσουμε ότι ακόμη και μια μέγιστη προσωπικότητα μπορεί να παραπλανηθεί. Κι ήταν μέγιστη προσωπικότητα ο Βεάκης, φτάνει να θυμηθούμε την Κατίνα Παξινού που είχε πει μετά την αποδημία του: «Πέθανε ο μεγαλύτερος ηθοποιός του τόπου μας. Ο μεγαλύτερος μέσα σε άντρες και γυναίκες. Πόσα μάθαμε από αυτόν τον μεγάλο δάσκαλο της τέχνης». Για να προσθέσει η ίδια πως είχε δει στο «Ολντ Βικ» τον Λόρενς Ολίβιε να κρατάει στο καμαρίνι του τη μάσκα του Βεάκη στον «Βασιλιά Λιρ». Aλλά όπως ακριβώς συμβαίνει με όλους τους μεγάλους, η τεράστια αναγνώριση του Βεάκη συνυπήρξε με την απογοήτευση και όχι σπάνια την οδύνη που πάντα προκαλεί ο φθονερός περίγυρος των μέτριων και των ασήμαντων

Για να φτάνει ως απόηχος σε μια επαρχιακή πόλη τη δεκαετία του '50 το γεγονός ότι ο αθηναίος θείος ενός μικρού παιδιού, όντας κομμουνιστής, συμμετείχε σε μια πορεία των κομμουνιστών προς το Γαλάτσι με παρόντα τον Αιμίλιο Βεάκη, αντιλαμβάνεται κανείς το κύρος που διέθετε ο ηθοποιός αυτός. Για να μεταλλαχθεί το κύρος αυτό - αισθητότατο όσο ζούσε - σε έναν ύμνο όπως τον συνέθεσαν, μετά τον θάνατό του, τα κείμενα, οι λόγοι, οι μαρτυρίες και οι αφηγήσεις, συναδέλφων του ηθοποιών, σκηνοθετών, ποιητών και πεζογράφων. Με λίγα λόγια, σύνολης της πνευματικής και καλλιτεχνικής Ελλάδας.

Σαν να έγινε κατά κάποιον τρόπο η αναφορά στην προσωπικότητα και το έργο του Αιμίλιου Βεάκη ένα αποδεικτικό στοιχείο της υψηλοφροσύνης που διέθετε όποιος καταπιανόνταν μαζί του. Ή ακόμη ένα είδος εξιλασμού για τις περιπέτειες και τα δεινά που είχε υποστεί σε μάκρος χρόνων πολλών λόγω της πολιτικής του τοποθέτησης η εμβληματική αυτή μορφή του θεάτρου. Φαίνεται όμως πως για να κληροδοτηθεί ως παραμύθι στους μεταγενέστερους η ζωή ενός ανθρώπου, πρέπει να έχει υπάρξει δραματική. Λέγεται συχνά ότι «οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν ιστορία». Και οι πολλές και διαφορετικές φάσεις του Βεάκη αυτό ακριβώς πιστοποιούν: την ύπαρξη μιας ζωής εξόχως δραματικής, που οι τόσοι σκηνικοί του θρίαμβοι και η ομόθυμη αναγνώρισή του από όλους τους άλλους απλώς μεγάλωναν την πίκρα του.
Πότε όμως αρχίζει να γίνεται γνωστός ο Βεάκης, ο πιο πλούσιος υποκριτικά ηθοποιός - κατά τον Γιώργο Παπά - που γνώρισε το θέατρό μας μέσα στα 156 χρόνια της ζωής του; Ο ηθοποιός, που το πιο αποτελεσματικό του όπλο υπήρξε, κατά τον Διονύσιο Ρώμα, η «χαλκόχρυση» φωνή του. Σαφώς και δεν μπορούμε να θεωρήσουμε το έτος 1900, όταν δηλαδή συναντάμε το όνομά του τον Ιούλιο της χρονιάς αυτής στις εξετάσεις που διενεργεί η Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου. Αν και το 1884 θα πρέπει να θεωρείται μάλλον καθυστερημένος ως χρόνος γέννησής του, το 1901 συγκαταλέγεται στα μέλη ενός θιάσου που παίζει στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών και αργότερα στο Θέατρο Νεαπόλεως επί της οδού Ιπποκράτους.
Το πρόγραμμα του θιάσου που αλλάζει πολύ συχνά περιλαμβάνει τα έργα «Φίλος των γυναικών» του Δουμά, «Τα μήλα του γείτονα» του Σαρντού, «Να τα λέμε;» του Λαμπίς, «Κόμισα Ρομάνι» του Δελαζέν. Στη συνέχεια ο Βεάκης θα χαθεί για δεκατρία χρόνια από την αθηναϊκή σκηνή περιοδεύοντας στην επαρχία. Αιτία υπήρξε η σχέση του με μια γυναίκα - ηθοποιό, τη Μαίρη Βεάκη. Η φήμη όμως της αξίας του πετούσε από την επαρχία στην Αθήνα και, αφού θα στρατευθεί το 1912, με την έναρξη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, το 1914 θα εγκατασταθεί στην Αθήνα συνεργαζόμενος με τα δύο μεγάλα θεατρικά συγκροτήματα της εποχής, της Κοτοπούλη και της Κυβέλης.
Για να ακολουθήσει από το 1914 ώς το 1951, όταν φεύγει από τη ζωή, μια πορεία που την γκάμα της ο αυστηρός αλλά δίκαιος Αγγελος Τερζάκης τη διατυπώνει σε ένα επιμνημόσυνο κείμενό του με τα παρακάτω λόγια: «Αρχιζε από την αττική τραγωδία και έφθανε στην νεοελληνική ηθογραφία, από το νατουραλιστικό δράμα στην κλασική κωμωδία. Χειριζόταν με άπειρη δεξιοτεχνία όλα τα είδη του δραματικού θεάτρου δίχως εξαίρεση ο Βεάκης. Παίζοντας στο ελεύθερο θέατρο, είχε κινηθεί από την βουλβαρδιέρικη κωμωδία ώς τη φάρσα. Το "Εθνικό Θέατρο" τού έδωσε την ευκαιρία να σταθεί στο βάθρο που του ταίριαζε. Σπάνια ιδιοφυΐα, προικισμένη με όλα τα εφόδια περιεχομένου και μορφής που μπορεί ποτέ να συμπέσουν σε ένα και το ίδιο πρόσωπο. Αν ζούσε σ' άλλη, μεγαλύτερη χώρα, και είχε για μητρική του γλώσσα μια από τις σήμερα παγκόσμιες, θα ήταν αστέρι πρώτου μεγέθους στον διεθνή καλλιτεχνικό ορίζοντα. Εδώ, έλαμψε, μα και πέρασε δύσκολες ώρες. Αυτό δεν εμποδίζει να στέκεται στο καλλιτεχνικό μας πάνθεον μορφή μυθική. Το όνομά του έχει γίνει κιόλας θρύλος».
Πώς συνδυάζεται όμως το όνομα του κομμουνιστή Αιμίλιου Βεάκη με το όνομα του Ιωάννη Μεταξά; Πώς γίνεται ο καλλιτέχνης αυτός που δεινοπάθησε για τις ιδέες του να υμνήσει τον δικτάτορα της 4ης Αυγούστου; Τι τον ώθησε να γράψει το ποίημα «Θρήνοι και κλάψες όχι, στη θανή σου», όταν το ίδιο το θέατρο τον είχε αρνηθεί σε βαθμό που να μην βρίσκει δουλειά λόγω της ιδεολογίας του, ώς τη στιγμή που τον αγκάλιασε η πραγματικά μεγάλη κυρία του θεάτρου, η Κυρία Κατερίνα; Ας διαβάσουμε όμως πρώτα το ίδιο το ποίημα:
«Θρήνοι και κλάψες όχι, 
      στη θανή σου,
Νίκης πολεμικά μονάχα 
      θούρια!
Μέσα μας παιάνες θ' αντηχά
      η φωνή σου,
φτερούγισμα καινούριο,
      ορμή καινούρια.
 
Ο θάνατός σου εσφράγισε
      τη Νίκη
με φωτεινή ακατάλυτη 
      σφραγίδα.
Μεσημεριού λαμπράδα
      η αμφιλύκη!
Κ' είν' έργο πια το που ήταν
      πριν ελπίδα.
 
Στη σκοτεινιά δεν έσβυσε
      το φως σου.
Οραμα φωτεινό μπροστά του 
      απλώθη:
Θρίαμβος των όπλων - νίκη! 
      - ο στοχασμός σου,
φυλής αναστημένης
      αιώνιος πόθος.
 
Ακόμα και στις ύστερες
      στιγμές σου,
στην ύστατη που 
      σε φωτούσε αχτίδα,
Δεν νοιάστηκες για σένα. 
      Οι Ελληνές σου
στερνή σου ανάσα και 
      στερνή σου ελπίδα.
 
Εργο σου νικηφόρο 
      να κορώσεις
την εθνική ψυχή, πυρή 
      λαμπάδα,
και στις μελλούμενες γενιές 
      να δώσεις
ασύγκριτη μια δοξασμένη
      Ελλάδα.
 
Θρήνοι και κλάψες για
      το θάνατό σου
δε στέκουν, όχι,
      εσέ δε σου ταιριάζουν.
Θούρια μονάχα ο νικητής
      στρατός σου
και του λαού τα πλήθη
      ας αλαλάζουν.»
 
 
Υπάρχει ένας ή μάλλον δύο τρόποι να βλέπουμε τα πράγματα. Ο ένας τρόπος είναι να τα αποτιμούμε σύμφωνα με το ήθος και το ύφος της στιγμής όπου συνέβησαν. Ο δεύτερος αναφέρεται στη θεώρησή τους, όταν κανείς πια πρωταγωνιστής ή κομπάρσος, που συνέδραμε στην εξέλιξή τους, δεν υπάρχει στη ζωή. Οσο χρεοκοπημένος είναι ο πρώτος όσον αφορά μια απαραίτητη μορφή αμεροληψίας άλλο τόσο απάνθρωπος μπορεί να ηχήσει ο δεύτερος.
Ακόμα και με το μέτρο της στιγμής που γραφόταν το ποίημα, στις αρχές του 1941 (ο Μεταξάς πέθανε στις 29 Ιανουαρίου), σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αγανακτήσει κανείς, όπως αγανακτεί με τα κείμενα για τον Μεταξά της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Μανώλη Καλομοίρη, του Σπύρου Μελά, του Μ. Καραγάτση, του Κωστή Μπαστιά, του Πέτρου Χάρη. Χωρίς να μπορεί να τους κατηγορήσει κανείς για ιδεολογικό τυχοδιωκτισμό, ωστόσο ήταν καλλιτέχνες και πνευματικοί δημιουργοί με μια διάθεση συμβιβασμού ακόμη και σε εκτροχιασμένες περιόδους πολιτικής ζωής. Προπαντός σε σχέση με τη δωρικότητα του Αιμίλιου Βεάκη. Φτάνει να διαβάσουμε με προσοχή το κείμενο που κατέθεσε, μετά την ανάκρισή του, στις 27 Μαρτίου του 1945.
 
«Προς τον κύριον ανακριτήν παρά τω Γ' αστυνομικώ τμήματι…
Κατά την χθεσινήν ανάκρισίν μου εζητήσατε να σας καθορίσω δι' υπομνήματος την ιδεολογία μου. Ιδού, αυτή: για να αποκτήσω τις πνευματικές ικανότητες που απαιτεί η τέχνη μου, είχα χρέος να μελετήσω εντατικά την Ζωή. Προσπάθησα με στοχαστική παρατηρητικότητα να αποκτήσω σαφή γνώση των προβλημάτων που δημιουργούν την ευτυχία ή την δυστυχία του ανθρώπου. Εμαθα να αναζητώ τους καημούς της ανθρώπινης καρδιάς και να ξεχωρίζω το εσωτερικό δράμα του ανθρώπου, τόσο στη σχέση του με το κοινωνικό σύνολο, όσο και με την ατομική του ύπαρξη, τη συνείδησή του. Ετσι αισθάνθηκα μέσα μου ολόφωτα εκδηλωμένη την αγάπη του ανθρώπου. Πιστεύω πως εκείνο που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να βρει τη γαλήνη της ψυχής, την ευτυχία, είναι να αποκτήσει με τη μόρφωση τη δυνατότητα να αντικρίζει θαρρετά το φως της αλήθειας και γερά ερματισμένος από τη γνώση του Ορθού, του Καλού και του Δικαίου, να μπορεί μόνος του να κρατεί το τιμόνι της ζωής του στη σωστή ρότα που χάραξε, χωρίς φόβο να τον παρασύρουν οι πλανεροί άνεμοι…».
 
Δεν γίνεται όμως παρ'όλα αυτά να μην αναρωτηθούμε όσον αφορά την «παρεκτροπή» του Βεάκη με τον Μεταξά. Να παραμερίστηκε άραγε προσωρινά ο Μεταξάς (μέσω του υπουργού του Μανιαδάκη) «του πάγου και του ρετσινόλαδου» και να επικράτησε η εικόνα του ανθρώπου που τρεις μήνες πριν από τον θάνατό του αντέταξε το «Οχι» στους Ιταλούς; Να αφορούσε μήπως τον Μεταξά που, κατά τον Παντελή Πρεβελάκη, «δεν αρνήθηκε ποτέ οτιδήποτε του ζητήθηκε για την προστασία και την προαγωγή της ελληνικής τέχνης», ενώ «υπήρξε συνάμα στα ζητήματα της τέχνης εντελώς ανεξίθρησκος»; Να ήταν μήπως για τον αποφασιστικό δημοτικιστή που έγραψε ανάμεσα σε άλλα: «Η γλώσσα πολλών καθαρευουσιάνων ενθυμίζει μία χωριάτισσα που θέλει να κάνει την κυρία, η δε γλώσσα πολλών δημοτικιστών είναι μία κυρία που της αρέσει να κάνει την χωριάτισσα».
Ομως δεν έχει παρά να διαβάσει κανείς δυο εγγραφές από το «Ημερολόγιο» του Βεάκη το 1941 για να εννοήσει πως το ποίημα «Θρήνοι και κλάψες όχι, στη θανή του» κάθε άλλο παρά για τον δικτάτορα θα μπορούσε να είναι. Γράφει: «Τηλεφωνώ στον Φελίτση στο θέατρο. "Τι γίνεται;" τον ρωτώ. Και παίρνω αυτή την απάντηση: "Βγείτε να δείτε την Ακρόπολη και να καταλάβετε τι γίνεται". Βγαίνω στο μπαλκόνι μου και βλέπω: ο Αγκυλωτός Σταυρός κυματίζει μπροστά στον Παρθενώνα, στο ίδιο κοντάρι που ώς χθες κυμάτιζε η ελληνική σημαία. Δεν μπορώ να πω τι νιώθω. Ενα κενό, ένα βουβό κενό μέσα μου […] Από τις 16 έως τις 27 Ιουλίου παίζω τον Οιδίποδα στο Ωδείο Ηρώδου. Την Τρίτη 29, στις εφτά το πρωί με συλλαμβάνουν οι Ιταλοί ως επικίνδυνο προπαγανδιστή και με κλείνουν στις φυλακές Αβέρωφ χωρίς απολογία ή ανάκριση».
Αλλωστε 73 χρόνια μετά τον θάνατο του Μεταξά οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο περιλάλητος δικτάτορας έχει καταλήξει σε μια αμφισβητούμενη φυσιογνωμία ώστε να χρειάζεται η αναψηλάφισή της, όπως απεφάνθη πρόσφατα ένας προοδευτικός άνθρωπος του θεάτρου.
Επιπλέον, η αναφορά του ονόματος του Μεταξά στο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή καθώς συνδυάζεται με μια από τις πιο ουσιαστικές και ειδυλλιακές σκηνές του βιβλίου κάθε άλλο παρά σε έναν Μεταξά - τύραννο παραπέμπει. Θα έλεγε κανείς πως μιλάει για έναν Μεταξά ως μια αρνητικά προκλητική σφήνα στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, αλλά καταλυτικό προκειμένου να εξαρθεί η σημασία της ιδιωτείας, σε σχέση με την ηρωίδα του Νίνα, παρά να υπογραμμιστούν τα δύστηνα χρόνια της δικτατορίας.

 

Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS