ενημέρωση 3:23, 19 October, 2025

Μίλαν Κούντερα

Ο γαλλο-τσέχος μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής, Μίλαν Κούντερα, είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του ύστερου 20ου αιώνα.

Το πιο γνωστό του έργο, που τού χάρισε παγκόσμια φήμη, είναι το μυθιστόρημα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» (σε μια επόμενη έκδοσή του στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης»), που πρωτοκυκλοφόρησε το 1984 και μεταφέρθηκε επιτυχημένα στον κινηματογράφο, το 1988, από τον Φίλιπ Κάουφμαν.
 
Από θεματική άποψη, ο Κούντερα συγκέντρωσε το ενδιαφέρον του στον άνθρωπο ως άτομο, ιδιαίτερα στα συναισθηματικά και υπαρξιακά του προβλήματα. Η γραφή του είναι συχνά πειραματική και κινείται μεταξύ δοκιμίου και μυθιστορήματος, ενώ το ύφος του, που φθάνει ως τον σαρκασμό, είναι συχνά επηρεασμένο από τον Κάφκα.
 
Ο Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας (σημερινής Τσεχίας) την 1η Απριλίου 1929. Γιος του πιανίστα και μουσικολόγου Λούντβικ Κούντερα (1891-1971), σπούδασε και ο ίδιος μουσική, καθώς και κινηματογράφο και φιλοσοφία, στην Πράγα. Ασχολήθηκε αρχικά με την ποίηση και εξέδωσε ποιήματά του την δεκαετία του '50. Παράλληλα, εργαζόταν για τα προς το ζην είτε ως εργάτης είτε ως πιανίστας της τζαζ.
 
Το 1958, διορίστηκε επίκουρος καθηγητής λογοτεχνίας στην Κινηματογραφική Σχολή της Πράγας και πολλοί από τους πρωτεργάτες του Νέου Κύματος του τσεχοσλοβακικού κινηματογράφου, του Μίλος Φόρμαν συμπεριλαμβανομένου, ήταν μαθητές του.
 
Ύστερα από μια μελέτη για τον Απολινέρ (1958) και ένα δοκίμιο για την τέχνη του μυθιστορήματος (1960), αφιερωμένο στον Τσέχο μυθιστοριογράφο Βλάντισλαβ Βάντσουρα, ο Μίλαν Κούντερα αφοσιώθηκε στη δραματουργία και την πεζογραφία, εντυπωσιάζοντας με τη σαφήνεια και καθαρότητα του λόγου του και με το σπινθηροβόλο χιούμορ του.
 
Εν τω μεταξύ, από το 1948 είχε ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα της πατρίδας του, την χρονιά που επιβλήθηκε ο κομμουνισμός στην Τσεχοσλοβακία. «Ο κομμουνισμός με σαγήνευσε, όπως ο Στραβίνσκι, ο Πικάσο και ο σουρεαλισμός» είχε πει κάποτε. Διατήρησε πάντως την επαναστατική του διάθεση απέναντι στην νέα εξουσία και το 1950 αποβλήθηκε από το Κόμμα, επειδή έκανε ένα χοντρό αστείο σε ένα κυβερνητικό αξιωματούχο. Το 1956 επανεντάχθηκε, για να διαγραφεί οριστικά το 1970, λόγω της υποστήριξής του στην «Άνοιξη της Πράγας».
 
Το 1962, ο Κούντερα παρουσίασε το πρώτο του θεατρικό έργο «Οι Κλειδοκράτορες», που εκτυλίσσεται στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Τσεχοσλοβακία και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές στην πατρίδα του, καθώς θεωρήθηκε ως μια από τις κορυφαίες δημιουργίες της μετα-σταλινικής περιόδου. Στην χώρα μας, το έργο ανέβηκε το 1973 από τον θίασο Ληναίου- Φωτίου και απαγορεύτηκε από την χούντα.
 
Το 1967, κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα - και ίσως το πιο πολιτικό - με τίτλο «Το Αστείο», που αποτέλεσε την αφορμή για να γίνει γνωστός κυρίως στον ευρωπαϊκό χώρο. Πρόκειται για μια σάτιρα του υπαρκτού σοσιαλισμού, που έγινε το «ευαγγέλιο» των υπέρμαχων της «Άνοιξης της Πράγας», που πίστευαν σ" ένα σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Ο συγγραφέας υπέστη διώξεις, στρατεύτηκε υποχρεωτικά και τα βιβλία του αποσύρθηκαν από τις δημόσιες βιβλιοθήκες. Τα μυθιστορήματα «Η ζωή είναι αλλού» (1973) και «Το βαλς τού αποχαιρετισμού» (1973), που ακολούθησαν, συνθέτουν μια τριλογία.
 
Το 1975, ο Μίλαν Κούντερα κατέφυγε στη Γαλλία μαζί με την σύζυγό του Βέρα Χραμπάνκοβα και το 1981 έλαβε τη γαλλική υπηκοότητα, αφού προηγουμένως το κομμουνιστικό καθεστώς της πατρίδας του τού είχε αφαιρέσει την ιθαγένεια. Το 1979, κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα επί γαλλικού εδάφους με τίτλο «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης», που κινείται σε πιο πειραματική γραφή, όπως και τα επόμενα έργα του.
 
Το 1984 ήταν χρονιά θριάμβου για το Μίλαν Κούντερα. Το μυθιστόρημά του «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» - ίσως το πιο ερωτικό του - αποτέλεσε παγκόσμια εκδοτική επιτυχία και τόν έκανε γνωστό στα πέρατα της οικουμένης. Το έργο, που μεταφέρθηκε επιτυχημένα στην μεγάλη οθόνη από τον αμερικανό σκηνοθέτη Φίλιπ Κάουφμαν, είναι τοποθετημένο στην Τσεχοσλοβακία του 1968, την εποχή της «Άνοιξης της Πράγας» και λίγο πριν από την σοβιετική εισβολή, με ήρωα έναν χειρουργό και διανοούμενο ονόματι Τόμας, που είναι παγιδευμένος ανάμεσα στην αγάπη και την ελευθερία, την πολιτική και τον έρωτα.
 
Τα επόμενα χρόνια παρέμεινε συγγραφικά ενεργός με τα μυθιστορήματα: «Αθανασία» (1990), «Η βραδύτητα» (1995), «Η Ταυτότητα» (1998), «Η Άγνοια» (2000) και το πιο πρόσφατο «Η Γιορτή της Ασημαντότητας».

Ο Μίλαν Κούντερα έχει τιμηθεί με πλήθος βραβείων και σύμφωνες με τους γνωρίζοντες αρκετές φορές ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Μίλαν Κούντερα ψάχνει τη σοφία στην ασημαντότητα

Στοχαστικό μυθιστόρημα, με δοκιμιακό ύφος, το νέο βιβλίο του 85χρονου γαλλοτσέχου συγγραφέα μάς δείχνει το βαθύτερο νόημα της ζωής μέσα από την αληθινά φιλική σχέση τεσσάρων ανδρών
 
Ο Μίλαν Κούντερα ψάχνει τη σοφία στην ασημαντότητα
 
 
Μίλαν Κούντερα
Η γιορτή της ασημαντότητας

Ο Ιωσήφ Στάλιν, με το που ολοκληρωνόταν άλλο ένα κουραστικό μεροκάματο στο Κρεμλίνο, συνήθιζε να μένει λίγο ακόμη με τους συνεργάτες του και να χαλαρώνει αφηγούμενος σύντομες ιστορίες από τη ζωή του. Σαν την ιστορία με τις είκοσι τέσσερις πέρδικες, λόγου χάριν, που αναφέρει ο Νικίτα Χρουστσόφ στα «Απομνημονεύματά» του.

Ο ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης σηκώθηκε μια μέρα, φόρεσε ένα παλιό παλτό με κουκούλα, έβαλε και τα σκι του, άρπαξε κι ένα ντουφέκι και βγήκε για κυνήγι. Εκανε με τα πόδια δεκατρία χιλιόμετρα. Κάποια στιγμή είδε κάτι πέρδικες να κουρνιάζουν σε ένα δέντρο. Κάθησε και τις μέτρησε. Είκοσι τέσσερις. «Αλλά τι γκίνια! Είχε πάρει μαζί του μόνο δώδεκα φυσίγγια! Ρίχνει, σκοτώνει τις δώδεκα, έπειτα γυρίζει, ξανακάνει τα δεκατρία χιλιόμετρα ως το σπίτι του, και παίρνει άλλα δώδεκα φυσίγγια. Διανύει και πάλι τα δεκατρία χιλιόμετρα και ξαναβρίσκεται μπροστά στις πέρδικες, που είναι κουρνιασμένες ακόμα στο ίδιο δέντρο. Και τελικά τις σκοτώνει όλες»... Δεν γέλασε όμως κανείς... Αντιθέτως, όταν οι σύντροφοι πήγαν έπειτα στα λουτρά, μια μεγάλη αίθουσα που χρησίμευε και για τουαλέτες - ο καθένας είχε το δικό του ουρητήριο που το είχε φτιάξει και το είχε υπογράψει διαφορετικός καλλιτέχνης, ενώ ο «πατερούλης» κατούραγε αλλού μόνος του -, «φτύναμε από περιφρόνηση» επειδή «έλεγε ψέματα!», όπως ωρυόταν ο Χρουστσόφ, ο οποίος λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του διαδέχθηκε τον ψεύτη, τον Στάλιν, που προσπαθούσε ματαίως να κάνει πλάκα αλλά όλοι τον έπαιρναν μονάχα στα σοβαρά... «Στο λεξιλόγιό μου, το λεξιλόγιο ενός άπιστου», ακούγεται η φωνή του διακριτικότατου αφηγητή στο νέο μυθιστόρημα του 85χρονου Μίλαν Κούντεραυπό τον απολύτως κουντερικό τίτλο Η γιορτή της ασημαντότητας, «μόνο μια λέξη είναι ιερή: η φιλία. Τους τέσσερις φίλους που σας γνώρισα, τον Αλαίν, τον Ραμόν, τον Σαρλ και τον Κάλιμπαν, τους αγαπάω. Γι' αυτό και πήγα μια μέρα το βιβλίο του Χρουστσόφ στον Σαρλ, για να διασκεδάσουν όλοι τους».

Γύρω ακριβώς από αυτή την παράξενη τετραμερή φιλία απλώνει τα αφηγηματικά νήματα του μυθιστορήματός του ο γαλλοτσέχος συγγραφέας με τρόπο που, κατά τ' άλλα, φέρνει στον νου τον παιγνιώδη χαρακτήρα της Commedia dell' arte. Ο Αλαίν, τον οποίο εγκατέλειψε η μητέρα του όταν ήταν παιδί και γι' αυτό ανήκει στους «συγγνωμάκηδες» (excusards), μαγνητίζεται από τους γυμνούς αφαλούς των κοριτσιών και στοχάζεται τις διαφορετικές πηγές της γυναικείας γοητείας προκειμένου να θεμελιώσει μια σύγχρονη θεωρία για τον ερωτισμό.
 
Ο συνταξιοδοτημένος Ραμόν, ο πλέον βαθυστόχαστος της παρέας που δεν διστάζει να διακηρύξει ότι «η ασημαντότητα είναι η ουσία της ύπαρξης» και ότι «πρέπει να μάθουμε να την αγαπάμε», εξοργίζεται με την ανθρώπινη ουρά μπροστά στο μουσείο που βρίσκεται δίπλα στον Κήπο του Λουξεμβούργου - πιστεύει ότι όσοι περιμένουν να δουν μια έκθεση με πίνακες του Σαγκάλ στην ουσία πλήττουν - και ανησυχεί για την άρρωστη μητέρα του που αργοπεθαίνει στην Ταρμπ. Ο Κάλιμπαν είναι ένας άνεργος ηθοποιός - του 'μεινε το όνομα από την τελευταία του παράσταση στην οποία ενσάρκωσε τον μελαψό αγροίκο από τηνΤρικυμία του Σαίξπηρ - ο οποίος επινοεί μια φανταστική γλώσσα, ένα αλλοπρόσαλλο ιδίωμα της πακιστανικής, για να περνάει ευχάριστα η ώρα όταν πηγαίνει να δουλέψει ως σερβιτόρος μαζί με τον Σαρλ που βγάζει τα προς το ζην διοργανώνοντας δεξιώσεις σε σπίτια - όπως αυτή στου Ντ' Αρντελό που αφήνει τους άλλους να πιστεύουν ότι έχει καρκίνο ενώ δεν είναι έτσι. Στον Σαρλ πάλι καρφώνεται η ιδέα να γράψει ένα έργο για κουκλοθέατρο εμπνευσμένο από τη «δολοφονημένη ουτοπία» του περασμένου αιώνα, μια ιδέα που κλώθει στο μυαλό του περισσότερο γιατί μόνο έτσι ευχαριστιέται «αυτό το α-νόητο πράγμα, που τον σαγήνευε ακριβώς επειδή δεν είχε κανένα νόημα»... Η ασημαντότητα που μας περιβάλλει είναι το κλειδί της σοφίας, είναι το κλειδί της ευδιαθεσίας, γράφει ο Μίλαν Κούντερα και μας υπενθυμίζει τις σκέψεις του Χέγκελ για το κωμικό: ότι δηλαδή το πραγματικό χιούμορ είναι αδιανόητο χωρίς την «ατέλειωτη ευδιαθεσία», το ατέρμονο κέφι. Στο σημείο αυτό ας θυμηθούμε τι γράφει ο γαλλοτσέχος συγγραφέας και στο βιβλίο του Η τέχνη του μυθιστορήματος ούτως ώστε να συντονιστούμε καλύτερα με το νέο του εγχείρημα: «Στην αρχή του το μεγάλο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα ήταν διασκέδαση κι όλοι οι αληθινοί μυθιστοριογράφοι τη νοσταλγούν! Εξάλλου η διασκέδαση δεν αποκλείει διόλου τη σοβαρότητα. Στο Βαλς του Αποχαιρετισμού αναρωτιόμαστε: ο άνθρωπος αξίζει να ζει πάνω σ' αυτή τη γη; Δεν πρέπει μήπως "ν' απελευθερώσουμε τον πλανήτη από τα νύχια του ανθρώπου;". Το να συνενώσω την ακραία σοβαρότητα του ερωτήματος με την ακραία ελαφρότητα της φόρμας, αυτό είναι ανέκαθεν η φιλοδοξία μου. Και δεν πρόκειται για μια φιλοδοξία καθαρά καλλιτεχνική. Η ένωση μιας επιπόλαιης φόρμας και ενός σοβαρού θέματος αποκαλύπτει τα δράματά μας (εκείνα που διαδραματίζονται στα κρεβάτια μας, όπως κι εκείνα που παίζουμε πάνω στη μεγάλη σκηνή της Ιστορίας) σ' όλη την τρομερή τους ασημαντότητα». Σε άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου ο Κούντερα συμπληρώνει: «Προσφέροντάς μας την όμορφη ψευδαίσθηση του ανθρώπινου μεγαλείου, το τραγικό μάς δίνει κάποια παρηγοριά. Το κωμικό είναι πιο σκληρό: μας αποκαλύπτει βάναυσα την ασημαντότητα των πάντων». Σε ένα άλλο κείμενό του που περιλαμβάνεται στην πιο πρόσφατη Συνάντηση, υπό τον τίτλο «Η κωμική απουσία του κωμικού» ο Κούντερα, αναλύοντας τη συμπεριφορά ορισμένων ηρώων από τον Ηλίθιο του Ντοστογέφσκι, αναφέρεται σε «ένα γέλιο χωρίς κωμική αιτία», στον κόσμο που «είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε», δηλαδή «τον κόσμο του χωρίς χιούμορ γέλιου». Το νέο του βιβλίο πάντως εμπίπτει σε αυτό που έλεγε ο Γκόγκολ, ένας μελαγχολικός χιουμορίστας του δέκατου ένατου αιώνα: «Αν κοιτάζουμε προσεκτικά και για πολλή ώρα μιαν αστεία ιστορία, γίνεται όλο και πιο λυπηρή».

 

 
  • Κατηγορία ΒΙΒΛΙΑ
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS