Κορνήλιος Καστοριάδης: Τώρα είναι η στιγμή να φανταστούμε το μέλλον της δημοκρατίας

Editions La Decouverte, 2014,
σελ. 500, τιμή 25 ευρώ
* Η βιογραφία «Καστοριάδης – Μια ζωή» αναμένεται στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Πόλις
Υπάρχουν βιβλία που γράφονται στο πόδι και προκαλούν απλώς θόρυβο. Ας σκεφθούμε μαζί ένα πολύ πρόσφατο παράδειγμα: το «Ευχαριστώ για τη στιγμή» της Βαλερί Τριερβελέρ, της αλλοτινής συντρόφου του κατακρημνιζόμενου γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ. Υπάρχουν όμως και βιβλία που γράφονται με γνώση και κοπιαστική επιμέλεια, εμφανίζονται αθόρυβα και ερεθίζουν ευγενέστερα ανθρώπινα ένστικτα. Αναφερόμαστε στην πρώτη επίσημη βιογραφία του Κορνήλιου Καστοριάδη (1922 - 1997), την οποία συνέγραψε ο 64χρονος ιστορικός Φρανσουά Ντος, ένας από τους πλέον παραγωγικούς μελετητές των σύγχρονων ρευμάτων στις κοινωνικές επιστήμες στη Γαλλία.
Το βιβλίο υπό τον τίτλο «Castoriadis - Une vie», όπου ο ίδιος παρακολουθεί στενά τη συνύφανση της προσωπικής και πνευματικής πορείας ενός από τους κορυφαίους έλληνες διανοητές του 20ού αιώνα, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις La Découverte στις 4 Σεπτεμβρίου, την ίδια ημέρα δηλαδή που κυκλοφόρησε και το πόνημα της πρώην του άλλου Φρανσουά. Κατά τα λοιπά, ουδεμία σχέση. Το πιθανότερο πάντως είναι ότι κανένας βιβλιοπώλης δεν αρνήθηκε να τοποθετήσει στα ράφια του τούτη την πολυσέλιδη βιογραφία που έρχεται να αναδείξει περαιτέρω το έργο μιας «ιδιοφυΐας», σύμφωνα με τον Πιερ Βιντάλ-Νακέ, και να προωθήσει περαιτέρω τη σκέψη ενός «Τιτάνα του πνεύματος» σύμφωνα με τον Εντγκάρ Μορέν.
Αν κάποιος βέβαια ανατρέξει στην εργογραφία του Φρανσουά Ντος αντιλαμβάνεται γρήγορα ποιος είναι αυτός που αποφάσισε να ασχοληθεί με τον άνθρωπο που στοχάστηκε τη «Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας». Προηγήθηκαν κατά σειρά οι βιογραφίες του Πολ Ρικέρ, του Μισέλ ντε Σερτό, του Ζιλ Ντελέζ, του Φελίξ Γκουαταρί και του Πιερ Νορά. Νωρίτερα ο Φρανσουά Ντος είχε γράψει, μεταξύ άλλων, μια δίτομη «Ιστορία του στρουκτουραλισμού». Το πρώτο βιβλίο του ιδίου «Η ιστορία σε ψίχουλα - Από τα Annales στη "Νέα Ιστορία"» εκδόθηκε το 1987 και είναι το μοναδικό που έχει μεταφραστεί ως σήμερα στην ελληνική γλώσσα (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1993).
Πρόκειται για την ιστορία της πιο γνωστής σύγχρονης ιστοριογραφικής σχολής που ίδρυσαν το 1929 οι Μαρκ Μπλοχ και Λισιέν Φεμπρ, στην οποία παρουσιάζονται τα θεωρητικά προαπαιτούμενα καθώς επίσης τα πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα που συνετέλεσαν στην ανάδυσή της, που την κατέστησαν δηλαδή δυνατή την ίδια ως ιστορικό φαινόμενο. Αυτές οι παράμετροι είναι που ενδιαφέρουν πολύ τον Φρανσουά Ντος, έναν άνθρωπο που έχει αφιερωθεί στις γόνιμες και ριζοσπαστικές ιδέες των άλλων, έναν ιστορικό, ας μας επιτραπεί, της ανθρώπινης διάνοιας.
Ο ίδιος, καθώς ετοιμάζεται να έλθει στην Αθήνα για μια σειρά διαλέξεων τον προσεχή Δεκέμβριο, συνομίλησε με το «Βήμα» για το άρτι εκδοθέν εγχείρημά του να υπενθυμίσει σε όλους μας, Γάλλους και Ελληνες, σε κάθε άνθρωπο που ενδιαφέρεται για την ελευθερία και τη δημοκρατία εν πάση περιπτώσει, την τεράστια σημασία του έργου που κατέλιπε ο Κορνήλιος Καστοριάδης για την Ιστορία, την κοινωνία και την πολιτική, και για την αυτονομία ασφαλώς, ατομική και συλλογική.
Η συγγραφή της βιογραφίας του Καστοριάδη κατέστη μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για εμένα να μελετήσω με πιο συστηματικό τρόπο την πνευματική του εργασία, όλα τα γραπτά του και να επωφεληθώ, στη διάρκεια της έρευνάς μου, από τους ειδήμονες του καστοριαδικού στοχασμού και τις μαρτυρίες τους. Η γενναιοδωρία της χήρας του Ζωής μού εξασφάλισε, για δύο και πλέον χρόνια, μια προνομιακή πρόσβαση στο προσωπικό του αρχείο, ένα αρχείο πλουσιότατο επειδή ο ακάματος Καστοριάδης έγραφε χωρίς σταματημό, ένα αρχείο γεμάτο τεκμήρια που μπορεί να αποδειχθούν πολύ χρήσιμα σε έναν ιστορικό, όπως εγώ.
Πρέπει, επίσης, να υπογραμμίσω εδώ και τη συμβολή του Ινστιτούτου Μνήμης των Σύγχρονων Εκδόσεων (IMEC) στη Γαλλία, από όπου συμβουλευόμουν τα αρχεία της ιστορικής πλέον ομάδας "Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα" (σ.σ.: τη συνίδρυσε ο Καστοριάδης με τον Κλοντ Λεφόρ το 1948 και άρχισαν ύστερα να εκδίδουν το ομότιτλο περιοδικό). Το ίδρυμα αυτό, εξ όσων γνωρίζω, ετοιμάζεται να υποδεχθεί και να διαφυλάξει το καστοριαδικό αρχείο στο σύνολό του».
Ο Καστοριάδης προσέφερε, με άλλα λόγια, μια νέα κατανόηση της ανθρώπινης κοινωνίας και ιστορίας, ως δημιουργίας και όχι ως υποκείμενης σε αδήριτους ιστορικούς νόμους (ντετερμινισμός). Ανανέωσε, επιπλέον, την πολιτική φιλοσοφία με την πρώιμη και ριζοσπαστική κριτική του - ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 - στη γραφειοκρατική φύση του μαρξιστικού σοβιετικού καθεστώτος το οποίο χαρακτήρισε "γραφειοκρατικό καπιταλισμό". Επιχειρώντας, λοιπόν, να εξηγήσω το παράδοξο στο οποίο αναφερθήκατε διατυπώνω κάποιες εικασίες, κάποιες υποθέσεις...».
Η δεύτερη υπόθεση έχει να κάνει ακριβώς με τον αταξινόμητο και λαβυρινθώδη χαρακτήρα του ίδιου του έργου του, θυμηθείτε εδώ "Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου", με το γεγονός δηλαδή ότι πολύ δύσκολα κατατάσσεται ο στοχασμός του σε μια συγκεκριμένη κατηγορία - αυτή η διασπορά της σκέψης του ευθύνεται ίσως για την επικάλυψη μιας κατά τα άλλα εκπληκτικής συνοχής που διέπει τη φιλοσοφία του. Η τρίτη, και τελευταία, υπόθεσή μου αφορά τον κάπως άκαιρο χαρακτήρα του έργου του. Αναφέρομαι στην εποχή που o Καστοριάδης ανέπτυξε τον στοχασμό του, και εννοώ μια εποχή ριζικής μεταλλαγής αυτού που οι ιστορικοί αποκαλούμε "καθεστώς ιστορικότητας" με τη σταδιακή επικράτηση του "παροντισμού" και εννοιών όπως η "μνημόνευση" και η "κληρονομιά", με τον χρόνο να εργαλειοποιείται και να καθίσταται όλο και περισσότερο εκμεταλλεύσιμος, κάτι που ασφαλώς ο Καστοριάδης αντιλαμβανόταν πολύ καλά, καθώς επίσης και τις επιπτώσεις όλων αυτών σε μια επαναστατική προοπτική που είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, μια ρητή αυτοθέσμιση της κοινωνίας».
Ο Καστοριάδης δημιούργησε επί της ουσίας στη Γαλλία. Και ευνοήθηκε, όπως γράφετε, από αυτό που ο Εντσο Τραβέρσο αποκαλεί «επιστημολογικό πλεονέκτημα της εξορίας». Πώς εμπλούτισε ο Καστοριάδης το πνευματικό περιβάλλον της χώρας σας στη μεταπολεμική περίοδο;
Το 1941 προσχώρησε στο ΚΚΕ και το εγκατέλειψε έναν χρόνο αργότερα, διαφωνώντας με την πολιτική που ακολουθούσε το κόμμα, εναντιωνόμενος στον "σοβινιστικό προσανατολισμό", στον "ψευδοδημοκρατικό" και στον "γραφειοκρατικό" του χαρακτήρα και εντασσόμενος το 1943 στην τροτσκιστική οργάνωση του Σπύρου Στίνα. Παρέμεινε σε αυτήν ως το 1945 που έφυγε, μαζί με άλλους πολλούς, για το Παρίσι, με μια μεταπτυχιακή υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης.
Στα Δεκεμβριανά του 1944, όμως, ο Καστοριάδης θα διωχθεί ως τροτσκιστής από τον ΕΛΑΣ και θα αποδοκιμάσει ευθέως τις πρακτικές του ΚΚΕ. Τότε κατάλαβε ότι αυτό που ήθελαν να εγκαθιδρύσουν οι ορθόδοξοι κομμουνιστές δεν ήταν ο σοσιαλισμός ούτε μια "λαϊκή δημοκρατία" αλλά μια δικτατορία. Τα αναφέρω όλα αυτά για να καταδείξω πώς έφθασε ο ίδιος σε αυτή την πρώιμη συνειδητοποίηση της φύσης του σοβιετικού σταλινισμού την οποία προσπάθησε να εκθέσει γυμνή, από πολύ νωρίς, και στα μάτια του γαλλικού πνευματικού κόσμου. Στη δεκαετία του 1950 η πλειονότητα των γάλλων διανοουμένων είχε ταχθεί υπέρ του Κομμουνιστικού Κόμματος και υποστήριζε τη Σοβιετική Ενωση.
Ο Καστοριάδης τους ασκούσε δριμεία κριτική μέσα από τις σελίδες του περιοδικού "Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα" και η σύγκρουσή του με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, τον προεξάρχοντα τότε υπερασπιστή του "υπαρκτού σοσιαλισμού", υπήρξε σφοδρότατη. Μπορεί η ομάδα να διαλύθηκε το 1966 και το περιοδικό να διέκοψε την κυκλοφορία του, η σκέψη του Καστοριάδη όμως - όπως έχει παραδεχθεί επανειλημμένως και ο ίδιος ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ - ήταν αυτή που ενέπνευσε βασικώς την εξεγερμένη νεολαία του Μάη του 1968».
Υπό ποία έννοια μάς είναι απαραίτητη η σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη στον εικοστό πρώτο αιώνα;
Πρέπει να αντιδράσουμε απέναντι στις νέες βαρβαρότητες. Πώς; Μα, φυσικά, αναζωογονώντας τη δημοκρατία. Πώς; Επισκεπτόμενοι, μέσω του Κορνήλιου Καστοριάδη, την αρχαιοελληνική δημοκρατία που πρέπει να καταστεί για μας γονιμοποιό σπέρμα και όχι πρότυπο, όπως έλεγε ο ίδιος. Θεωρούσε, και η παρούσα κρίση τον επιβεβαιώνει, ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία των φιλελεύθερων ολιγαρχιών θεμελιώνεται στη συνεχή υποχώρηση της εξουσίας που πηγάζει από τον λαό και στην ανάδειξη των "ειδικών" που αποφασίζουν γι' αυτόν και επιπλέον απομακρύνονται από αυτόν. Βρισκόμαστε, επομένως, στο σημείο όπου πρέπει να φανταστούμε το μέλλον της δημοκρατίας».