Logo
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

... μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις

Γράφει ο Γιάννης Κατσίμπας

Καθημερινά βαδίζω από 2 μέχρι 4 χιλιόμετρα.

Από μια ηλικία και μετά ο άνθρωπος, όσο χύμα κι αν έχει υπάρξει στα νιάτα του, αρχίζει να επενδύει στην υγεία του. Κόβει ή περιορίζει βλαβερές συνήθειες. Αποκτά -ή προσπαθεί να αποκτήσει- ωφέλιμες. 

Σε πιάνουν στα πενηνταπέντε σου δυο αντίρροπες επιθυμίες. Από τη μία να ζήσεις με ένταση, να απολαύσεις ολοκληρωτικά την κάθε στιγμή χωρίς μεταμέλειες περιττές και μάταιες, που έλεγε ο Καβάφης. Από την άλλη να φροντίσεις ώστε μετά από δεκαπέντε, είκοσι, ακόμα και μετά από τριάντα χρόνια να εξακολουθείς να νοιώθεις γερός και δυνατός, καταπίνοντας έστω δυό-τρία χάπια την ημέρα. Να παραμένεις κινητικός, επικοινωνιακός, έχοντας εν ανάγκη εγχειρίσει γόνατα ή ισχία, φορώντας ακουστικά βαρηκοϊας, που προϊόντος του χρόνου γίνονται όλο και πιο μικρά, όλο και πιο κομψά. 

"Ο αυριανός ογδοντάρης θα είναι ο σημερινός εξηντάρης" σού φτιάχνουν τη διάθεση οι ούλτρα αισιόδοξοι και φέρνουν ως παράδειγμα -εάν είναι ρέκτες της ελληνικής μουσικής- το διασκεδαστικότατο τραγουδάκι του Μιχάλη Σουγιούλ και Αλέκου Σακελλάριου "Βρε πώς Μπατιρίσαμε που Σαρανταρήσαμε". Μεταπολεμικά μια παρέα σαραντάρηδων περιγράφεται με σακούλες κάτω από τα μάτια, προγούλες, να έχουν ανάγκη νοσοκόμας, να κοντεύουν να σκάσουν από το πάχος ή να έχουν φέξει σαν φακίρηδες. Από τα βιτριολικά πειράγματα του Σακελλάριου γλιτώνει μόνο ο φίλος και συνεργάτης του Χρήστος Γιαννακόπουλος. "Κι έτσι στο παλιό μας στέκι μόνο ο Χρήστος καλοστέκει…" Ειρωνεία της τύχης – ο Γιαννακόπουλος έφυγε από τους πρώτους της φουρνιάς του, λίγο μετά τα πενήντα του.

Θυμάσαι κι εσύ, κάθε μέρα, τον κολλητό σου που είχε βάσει του τρόπου ζωής του τις προδιαγραφές να πιάσει τα εκατό κι όμως μας εγκατέλειψε στο άνθος του χτυπημένος από καρκίνο. Έχεις και αντίθετα παραδείγματα. Τύπους που ουδέποτε καταδέχθηκαν να υπακούσουν στους περιορισμούς της ηλικίας κι έφτασαν μολοντούτο σε βαθύ γήρας. Τον Ουίνστον Τσώρτσιλ. Την Άλκη Ζέη – κάπνιζε κι έπινε, μπροστά σου, ουίσκι κι ας είχε περάσει τα ενενήντα. "Μεμονωμένα παραδείγματα…" σκέφτεσαι. "Ευλογημένες εξαιρέσεις…" Διαβάζεις και ένα ξένο άρθρο που διατείνεται ότι η πολυδιαφημισμένη μακροβιότητα στην ωραία Ικαρία αποτελεί απάτη – "οι συμπαθείς νησιώτες" υποστηρίζει ο συγγραφέας του "κρύβουν τους θανάτους των δικών τους για να εξακολουθήσουν να εισπράττουν τις συντάξεις τους…" Τραβηγμένο. 

Εγώ, εν πάση περιπτώσει, έχω αφομοιώσει τη φράση που έλεγε η μάνα μου, πριν από εκείνη ο Αλκιβιάδης: "κυβερνάν εστίν προβλέπειν". Και κάνω τα κουμάντα μου. Από το μιλλένιουμ σχεδόν έχω κόψει τα σκληρά ποτά, πίνω αποκλειστικά κρασί. Πάνε 15 χρόνια που έκοψα μαχαίρι το κάπνισμα.    

Το να φοράω φόρμες και να τρέχω στο Ζηρίνειο ή να γραφτώ σε γυμναστήριο μου φαίνεται, μεταξύ μας, κάπως αρούκατο. Θα πάθω καμιά θλάση. Ή καμιά κρίση ναρκισισμού. Να διασχίζω αντιθέτως την πόλη, το έξυπνο ρολόι να μετράει αποστάσεις και σφυγμούς κι εγώ να χαίρομαι τη δροσιά, να παρατηρώ τους ανθρώπους, να σκέφτομαι το επόμενοpost, να ακούω πόντκαστ ή μουσική, τι καλύτερο;

Η Κηφισιά ταιριάζει γάντι για τον περιπατητή έχει ένα ζόρι και μια φρίκη. Το ζόρι; Είναι χτισμένη πάνω σε πρόποδες βουνού. Ανηφόρες-κατηφόρες στην Κηφισιά.

Η αθλιότης; Τα πεζοδρόμια. Με την εξαίρεση ευάριθμων κεντρικών αρτηριών, τα πεζοδρόμια είναι τσουρούτικα και αφρόντιστα μέχρις αηδίας. Οι διαδρομές των πεζών εμποδίζονται από ψωραλέα δεντράκια, παρκαρισμένα μηχανάκια, τραπεζοκαθίσματα… Αναγκάζεσαι να κάνεις κάθε τόσο σλάλομ, συγκρίνεις με άλλες κοσμοπόλεις Ευρώπης και Αμερικής, βλαστημάς τους οικοπεδούχους που δεν ευδόκησαν να αφήσουν πέντε μέτρα για κοινή χρήση, το κράτος που δεν τους το επέβαλε. Όσο προοδεύει ο νομικός μας πολιτισμός, όσο δυναμώνει η "κοινωνία των πολιτών", τόσο εμποδίζονται στην Ελλάδα οι ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες προς το κοινό καλό. Αν πρόκειται βεβαίως για μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, τότε οι λύσεις βρίσκονται στο άψε-σβήσε. Εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν… 

Το κέντρο της Κηφισιάς έχει τα μείνει πίσω, άγαλμα, σαν τον Δροσίνη. Ας όψεται η "επιστροφή στην κανονικότητα", κυρίως δε η έκρηξη του τουρισμού. Δεν σπεύδουν πλέον οι ξένοι από το Ελευθέριος Βενιζέλος κατευθείαν στα νησιά. Περνούν κάμποσα εικοσιτετράωρα στην Κηφισιά, καταλύουν σε ξενοδοχεία, σε airbnb, σε hostel που πολλαπλασιάζονται κουνελοειδώς. 

Προσπαθώ να δω την πόλη μου με τα μάτια τους για να την εκτιμήσω περισσότερο. Πράγματι. Η Κηφισιά είναι ένα χαρμάνι Ανατολής και Δύσης, έχει τη γοητεία του πανάρχαιου και τη λάμψη του εντελώς εφήμερου. Βλέπεις στους δρόμους της μαυροντυμένες γερόντισσες -πανομοιότυπες σου φαίνονται με τις γραίες των παιδικών σου χρόνων-, κοστουμάκηδες ραμμένους "sur mesure” ή με ετοιματζίδικα σακκάκια των πέριξ του εμπορικού κέντρου φρικιά και χίπστερ, γυναίκες της βιοπάλης και δεσποινάρια στα δεκαεφτά, στα είκοσί τους, με νύχια σαν μικρά σπαθιά, με σορτς που ασπρίζουν στους γλουτούς. Τις νύχτες μυρμηγκιάζει η πόλη από νέους άλλων περιοχών που έρχονται στην Αρχόντισσα για «γαμπροί». "Στα 90’ς, ο χαμός γινόταν στην ημι- πεζόδρομο της Κασαβέτη" λέω στην παρέα μου, που τότε δεν είχε καν γεννηθεί ή μπουσούλαγε. "Μάστιγα αποτελούσαν τα ποτά-μπόμπες, κινδύνευες να πάθεις με δυό γουλιές ουίσκι χανγκόβερ. Οι φάτσες όμως, τα ντυσίματα δεν διαφέρουν εντυπωσιακά, ίσως κάπως οι γυναικείες κομμώσεις. Η Κηφισιά ακόμα -να μια μεγάλη αλλαγήα εξαιρετικά σουβλάκια του κυρ. Παναγιώτη- ήταν ένα απέραντο τασάκι. Στις συναυλίες ανάβαμε αναπτήρες. Τώρα φακούς κινητών.

"Περνάγαμε καλύτερα;" αναρωτιέμαι. "Εάν ναι, ο μόνος λόγος ήταν η λαχτάρα μας να τρυπώσουμε παντού. Να εξερευνήσουμε κάθε κρυφή πτυχή. Έτσι και επέστρεφα στα στέκια της ύστερης εφηβείας και της μετεφηβείας μου, στο ζαχαροπλαστείο της Κασαβέτη, τα σουβλάκια του κυρ. Παναγιώτη στην Όθωνος, το ρεμπετάδικο στα Αλώνια, πιθανότατα να τα απομυθοποιούσα εντελώς.  Άσε που θα εκπλησσόμουν με το πόσο χρόνο και ενέργεια ξοδεύαμε τριγυρνώντας ασκόπως, φλερτάροντας κορίτσια που δεν μας άρεσαν και τόσο -ούτε κι εμείς τους αρέσαμε αλλά ύστερα από τόσο μπίρι-μπίρι ενέδιδαν-, μη στέργοντας να πέσουμε για ύπνο πριν από τις τέσσερις ή από τις πέντε τα χαράματα. 

Δεν χάνεται ο χρόνος. Το φοιτητικό χαζολόγημα λειτουργεί ως πηγή έμπνευσης, ως αφετηρία δημιουργίας. Ομοίως οι μεσήλικοι περίπατοι. Ακονίζεται η σκέψη σου παρατηρώντας γύρω σου. Βαθαίνει το αίσθημα σου. Κατηφορίζεις την Όθωνος, το δρόμο με τις αμπολές και τα πλατάνια.  Βγαίνεις περιξ του ΗΣΑΠ, σαν χτες σου φαίνεται που έκαναν εκεί κοπέλες πεζοδρόμιο και, οι τραβεστί. Φτάνεις στο δρομάκι απέναντι από του Βάρσου, εκεί σερβίρεται ακόμα ούζο με μεζέ, βαράνε τρίχορδα μπουζούκια, υπήρχε ένα θρησκευτικό βιβλιοπωλείο κι ένα κατάστημα που -άκουσον, άκουσον!- πουλούσε γραφομηχανές. Παίρνεις την Εμμανουήλ Μπενάκη που πριν από εκατό χρόνια την έλεγαν "οδό Προαστείου". Βγαίνεις στο Στροφύλι, ο πλανόδιος μανάβης πουλάει ακόμα εκεί, στο καρότσι του, βασιλικά σύκα και αχλάδια κρυστάλια. 

Θυμάσαι και απαγγέλλεις δοξαστικά τους στίχους του Σεφέρη: Εγώ είμαι ο τόπος σου. Ίσως να μην είμαι κανείς. Αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις.

Τελευταία τροποποίηση στιςΠαρασκευή, 21 Μαρτίου 2025 18:24
© Kifisia-Life. All Rights Reserved.