Λένε για αυτόν
- Κατηγορία ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ
- 0 σχόλια
Γράφει ο Γιάννης Κατσίμπας
Ο Γιώργος Θωμάκος υπήρξε ένας πολύ ιδιαίτερος, πολύ ξεχωριστός Δήμαρχος. Ως Δήμαρχος κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν έκανε τίποτα ουσιαστικό. Δεν απασχόλησε -για να το θέσω ακριβέστερα- την ειδησεογραφία. Ουδείς πολιτικός και μη δεν ασχολήθηκε μαζί του από τη συντριβή του στις εκλογές.
Διάβασα τις προάλλες το σημείωμα ενός Κηφισιώτη, εξαιρετικά καλλιεργημένου και αεικίνητου στις διοργανώσεις λογοτεχνικών δρώμενων. Ξεχείλιζε από παράπονο, στιγμές-στιγμές από οργή. "Όποτε παρουσιάζεται ένας ευπώλητος πολίτης, κάποιος της ομάδας Θωμάκου τον έλουζε και άκρως κοσμητικά επίθετα. Ο κουμπάρος του δε, Βαγ. Αυλίτης ήταν ο χειρότερος σπεύδετε! την έλεγε στους συμπολίτες του. "Και μια φορά που ασχολήθηκε προσωπικά ο Γ. Θωμάκος, σημαντικότατος και συν τοις άλλης γέννημα-θρέμμα όχι Κηφισιώτης, αδιαφορήσατε! Ελάχιστοι βρισκόσασταν στην αίθουσα όπου έλεγε τους παραλογισμούς του..."
Τον έπνιγε τον άνθρωπο το δίκιο του. Και δίκιο είχε από μια άποψη. Εκείνο που αρνούνταν να καταλάβει, να αποδεχθεί έστω, είναι ότι η συμπεριφορά των ανθρώπων δεν επηρεάζεται από επιπλήξεις και από νουθεσίες. Και ότι, στο τέλος-τέλος, ο ίδιος ο Γ. Θωμάκος είχε πιθανόν επιλέξει να ζει στο ημίφως.
Εδώ ο Μάνος Χατζιδάκις είχε απαγορεύσει να ανακοινωθεί ο ακριβής τόπος και χρόνος της εκφοράς του, ακριβώς για να μη συρρεύσουν οι συνήθεις επιδειξίες του πένθους. Οι σταρ, οι στάρλετ και οι βλαχοδήμαρχοι που συνωθούνται στα νεκροταφεία και ποζάρουν με σκούρα γυαλιά και κάνουν λυγμικές δηλώσεις για το πόσο τους συγκλόνισε προσωπικά ο θάνατος του δημιουργού.
Επικρατεί, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, στην Κηφισιά, στον χώρο του πολιτισμού, μια κατήφεια που εκφράζεται συχνά ως γκρίνια. Ότι ο κόσμος δεν διαβάζει αρκετά. Πως δεν ακούει μουσική επιπέδου, τραγούδια έντεχνα με ευαίσθητους στίχους. Δεν βλέπει καν καλό θέατρο. Παρά εκτονώνεται στα μπουζούκια –"σκυλάδικα" τα αποκαλούν περιφρονητικά– και χαχανίζει σε επιθεωρήσεις της συμφοράς.
Οι αριθμοί υποστηρίζουν τις πιο πάνω διαπιστώσεις. Όλα μαζί τα θέατρα κόβουν τον χρόνο, χειμώνα-καλοκαίρι, λιγότερα από τρία εκατομμύρια εισιτήρια. Οι Έλληνες δηλαδή θεατρίζονται μία φορά στα τριάμισι χρόνια κατά μέσο όρο. Εάν μιλήσουμε για τις κυκλοφορίες των βιβλίων, η κατάσταση εμφανίζεται ακόμα πιο απογοητευτική.
Οι δημοσιογράφοι του πολιτιστικού ρεπορτάζ παραθέτουν τα στοιχεία, "τι κάνει η πολιτεία;" ρωτούν κατόπιν έξαλλοι. Κάθε υπουργός Πολιτισμού αναλαμβάνοντας καθήκοντα υπόσχεται πως θα πάρει πρωτοβουλίες. Ότι θα ενισχύσει το ποιοτικό βιβλίο με δράσεις που θα εντάξει στη μαθητική ζωή, εξ απαλών ονύχων γαρ διαμορφώνονται οι αναγνώστες. Πως θα επιχορηγήσει παραστάσεις επιπέδου, εικαστικά γεγονότα σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση, φεστιβάλ...
Κατά την πανδημία, ο Δήμος ενίσχυε, είναι αλήθεια, άγνωστο ποιους με επιδόματα που στους περισσότερους φαίνονταν γλίσχρα. Πλήρωνε επίσης στους «θεατρικούς» παραγοντίσκους εικονικά –ερώτημα τι ποσοστό των χρημάτων έφτανε στους αναξιοπαθούντες. Κανείς πάντως δεν δήλωνε ικανοποιημένος. Οι περισσότεροι είχαν δίκιο, είχαν μείνει στον άσσο, πένονταν εξαιτίας του κορονοϊού. Άλλοι μόλις και μετά βίας συγκάλυπταν τη βαθιά επιθυμία τους: όλοι οι "άνθρωποι με προβλήματά" να σιτίζονται ισόβια ενώπιον του κάθε Bαγ. Αυλίτη.
Με πιάνει σύγκρυο όποτε βλέπω παράγοντες να επιδιώκουν να τους εναγκαλιστεί ο Δήμος. Θυμάμαι πόσο βιτριολικά παρουσιάζει ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοβ τα μέλη του σωματείου σοβιετικών συγγραφέων στο αριστούργημά του "Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα", από το οποίο εμπνεύστηκαν και οι Rolling Stones το τραγούδι τους "Sympathy for the Devil”. Θυμάμαι έναν κινηματογραφιστή, που οι ταινίες του έκοβαν λιγότερα από διακόσια εισιτήρια, να διεκδικεί από το Κέντρο Κινηματογράφου χρηματοδότηση και για την επόμενή του δημιουργία, απειλώντας πως έτσι και του την αρνηθούν θα αυτοκτονήσει.
Το λέω απερίφραστα. Η άξια λόγου σχέση είναι εξ ορισμού υπονομευτική προς την εξουσία. Είτε τη μάχεται σε εποχές τυραννίας είτε κοροϊδεύει τη σπουδαιοφάνειά της είτε αδιαφορεί παγερά για εκείνην. Προφανώς δεν εξαντλείται σε συνθήματα, σε συλλογές υπογραφών διαμαρτυρίας και σε "αγωνιστικές κινητοποιήσεις" - "οι μεν της καταστάσεως, οι δε της αντιστάσεως" όπως κορόιδευε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Διαθέτει άλλους, ασύγκριτα πιο ενδιαφέροντες τρόπους. Αρκεί να υπάρχει ταλέντο.
Ο πολίτης έχει κάθε δικαίωμα να συναναστρέφεται με πολιτικούς. Με επιχειρηματίες. Και με ανθρώπους του υποκόσμου ακόμα. Εφόσον τους κάνει κέφι, πόσω δε μάλλον εάν τον εμπνέουν στο έργο του. Αλλοίμονο ωστόσο άμα φτάσει να εξαρτάται από εκείνους. Εάν καταντήσει διασκεδαστής τους έναντι ανταλλαγμάτων, όπως είχε συμβεί λόγου χάρη με εκείνους που ζουζούνιζαν γύρω από τη Δήμητρα Λιάνη κατά την τελευταία πρωθυπουργική θητεία του Ανδρέα Παπανδρέου. ΄Ετσι και δεν μπορεί ο καλλιεργημένος πολίτης να κρατήσει αποστάσεις, να διαφυλάξει την ανεξαρτησία του, καλύτερα να αρνείται κάθε πρόσκληση.
Και η ανάγκη να ανέβει το επίπεδο των πολιτών; Να καλλιεργηθεί η αισθητική, οι ευαισθησίες τους;
Όποτε επιχειρείται κάτι τέτοιο με το στανιό, όσο αγαθές και αν είναι οι προθέσεις, επιτυγχάνεται το αντίθετο αποτέλεσμα. Διδάσκοντας στο μάθημα των νέων ελληνικών λογοτεχνικά αριστουργήματα, οι περισσότεροι μαθητές μάλλον θα σκυλοβαρεθούν παρά θα γοητευθούν. Πέρασαν χρόνια αφότου τέλειωσα το σχολείο για να νοιώσω εγώ τη μαγεία του Παπαδιαμάντη. Κάλλιο -που λέει ο λόγος- να μας απαγόρευαν επί ποινή αποβολής τη "Φόνισσα" ή την "Αργώ" του Θεοτοκά, ώστε να μπούμε στον πειρασμό να τις διαβάσουμε στα κρυφά.
Ας φτιάξουν, ρεαλιστικά μιλώντας, σχολικές και δημοτικές βιβλιοθήκες άρτια εξοπλισμένες και ευχάριστες στον επισκέπτη.
Ας προκηρύξουν διαγωνισμούς θεάτρου – κάτι ήξεραν οι αρχαίοι Αθηναίοι που έδιναν σεβαστό χρηματικό έπαθλο στο δημοφιλέστερο έργο που ανέβαινε στα Διονύσια - στον κατάλογο των νικητών φιγουράρουν και η "Αντιγόνη" και οι "Πέρσαι" και οι "Βάκχαι".
Αναλαμβάνοντας το κόστος να βγει μια δημιουργία, μια έκθεση στο εξωτερικό. Χάριν των έργων, όχι για χατίρι των δημιουργών. Όπως κάνουν εξάλλου αρκετές άλλες χώρες διά των αρμόδιων οργανισμών. Του "Γκαίτε", του "Θερβάντες", του Γαλλικού Ινστιτούτου...
