Monsanto: Η βιοτεχνολογία σε λάθος χέρια
- Κατηγορία GREEN LIFE
- 0 σχόλια
Οι διαδηλώσεις έλαβαν χώρα σε 436 πόλεις και 52 χώρες, με τους εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές των ΗΠΑ να πρωτοστατούν, αφού στη χώρα δεν είναι υποχρεωτική η σήμανση των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων (με τις μεταλλαγμένες πρώτες ύλες να κυριαρχούν στην αγορά), την ίδια στιγμή που οι αμερικάνοι καλλιεργητές δέχονται σκληρές πιέσεις να παραμείνουν πιστοί στις εντολές της Monsanto με την απειλή ποινικών διώξεων.
Τον Ιούλιο το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ τάχθηκε υπέρ της Monsanto σε δικαστική διαμάχη της με 75χρονο γεωργό, τον οποίο και έκρινε ένοχο για παραβίαση δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας της πολυεθνικής. O Vernon Bowman καλείται πλέον να αποζημιώσει την εταιρεία, καθώς χρησιμοποίησε σπόρους της χωρίς να καταβάλει αντίτιμο στην ίδια , αλλά σε τρίτο πωλητή, ενώ παράλληλα τους χρησιμοποίησε δεύτερη φορά χωρίς την άδεια του παραγωγού, αναπαράγοντάς τους. Δημιουργώντας δεδικασμένο για πλήθος μικροκαλλιεργητών, πρόκειται για μια ιδιαίτερα σημαντική δικαστική απόφαση, που έγινε στόχος σφοδρής κριτικής.
Βιοτεχνολογία και Μονοπώλιο
Το 2009 το 50% των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Monsanto αφορούσαν την γραμμή παραγωγής προϊόντων Roundup, καθώς εκτός από το ζιζανιοκτόνο, η εταιρεία προχώρησε στην παραγωγή γενετικά τροποποιημένων σπόρων, ανθεκτικών στο γλυφοσικό οξύ, με την εμπορική ονομασία, Roundup Ready.
Σύμφωνα με τη Monsanto, η συνδυαστική χρήση των σπόρων με το αντίστοιχο ζιζανιοκτόνο επιτρέπει στους καλλιεργητές να σπείρουν, χωρίς να διατηρήσουν μεγάλες αποστάσεις μεταξύ των φυτών, μεγιστοποιώντας την απόδοση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Σήμερα στις ΗΠΑ το 90% της καλλιέργειας αραβοσίτου, σόγιας, βαμβακιού, ζαχαρότευτλων και ελαιοκράμβης(canola) είναι ανθεκτική στο γλυφοσικό οξύ και επομένως έχει υποστεί γενετική μετάλλαξη.
Στο παρελθόν, η Monsanto είχε εκφράσει την πρόθεση της να διαθέσει για εμπορικούς σκοπούς γενετικά τροποποιούμενους σπόρους περιορισμένης χρήσης(terminator seeds). Πρόκειται για «στείρους» σπόρους, που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην επόμενη σπορά, απειλώντας να καταστρέψουν τα μέσα συντήρησης και τις καλλιέργειες περισσότερων από 1,4 δις ανθρώπων, αλλά και την ίδια τη βιοποικιλότητα. Το 1999 η Monsanto δεσμεύτηκε να μην προχωρήσει στην εμπορική διάθεση τέτοιων σπόρων, λόγω των έντονων αντιδράσεων που ξέσπασαν, δέσμευση που ισχυρίζεται πως τηρεί μέχρι σήμερα.
Και αν η Monsanto δεν κατόρθωσε ακόμη να επιβάλλει τη χρήση της τεχνολογίας καταστροφής, ωστόσο οι πρακτικές που χρησιμοποιεί και το επιθετικό προφίλ που έχει υιοθετήσει στις δικαστικές διαμάχες της, επιβεβαιώνουν πως η στόχευσή της παραμένει σταθερή. Η εταιρεία κατοχυρώνει και ανανεώνει διαρκώς (ήδη κατοχυρωμένες) πατέντες γενετικά τροποποιημένων σπόρων, που εμφανίζουν φυσική αντίσταση σε ιούς και ζιζανιοκτόνα, αξιώνοντας, παράλληλα, την αποζημίωση της οποτεδήποτε γίνεται χρήση της τεχνολογίας της. Η καλλιέργεια της γης δεν υπακούει πλέον αποκλειστικά στους νόμους της φύσης.
Κάπως έτσι αφενός ορισμένα είδη, όπως το ινδικό πεπόνι (δηλωμένο στην παγκόσμια τράπεζα σπόρων ως παραδοσιακό ινδικό προϊόν), θεωρούνται πλέον ιδιοκτησία της Monsanto, αφετέρου οι καλλιεργητές υπογράφουν συμβόλαια με την εταιρεία, τα οποία τους δεσμεύουν και για τις μελλοντικές σπορές τους. Οι αγοραστές των σπόρων καλούνται να τους χρησιμοποιούν μία και μόνο φορά, καθώς ο σπόρος που προκύπτει μετά την πρώτη σπορά, θεωρείται και πάλι ιδιοκτησία της Monsanto, όπως άλλωστε και ο σπόρος ενός φυτού, στο όποιο έχει γίνει χρήση λιπάσματός της.
Δικαστικές Διαμάχες
Σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της εταιρείας, μέχρι το 1997, είχε μηνύσει μόλις 145 ιδιωτικές αμερικανικές φάρμες (από τις 250.000), με μόλις 11 υποθέσεις να εκδικάζονται τελικά, και τη Monsanto να δικαιώνεται σε όλες.
Σε έκθεση του Κέντρου για τη Διατροφική Ασφάλεια το 2005, ωστόσο, η εικόνα που παρουσιάζεται είναι κάπως διαφορετική. Μετά από εκτεταμένες έρευνες και πολυάριθμες συνεντεύξεις με αγρότες και δικηγόρους, το Κέντρο για τη Διατροφική Ασφάλεια, είχε αποκαλύψει πως η Monsanto έχει προχωρήσει στη χρήση σκληρών ανακρίσεων και ανηλεών διώξεων, που άλλαξαν ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο πολλοί αμερικανοί αγρότες καλλιεργούσαν τη γη τους.
Το μεγαλύτερο καταγεγραμμένο ποσό που έχει λάβει μέχρι σήμερα η Monsanto με απόφαση δικαστηρίου ανέρχεται στα 3.052.800 $, με τα συνολικά καταγεγραμμένα ποσά που έχει λάβει η Monsanto να ανέρχονται σε 15.253.602,82 $. Να σημειωθεί πως η πολυεθνική έχει μηνύσει καλλιεργητή, του οποίου η σοδειά είχε επιμολυνθεί από τη γύρη ή τον σπόρο μεταλλαγμένης καλλιέργειας άλλου αγρότη.
Στον αναπτυσσόμενο κόσμο
Εκτός από τις πατέντες και τους αυστηρούς όρους χρήσης των προϊόντων της, η Monsanto επιχειρεί να μονοπωλήσει την αγορά τροφίμων και με έναν ακόμη τρόπο.Υποσχόμενη βελτίωση των όρων παραγωγής και αποδοτικότητας των αγροτών σε αναπτυσσόμενες χώρες που αντιμετωπίζουν επισιτιστικό πρόβλημα, όπως είναι η Ινδία και διάφορες αφρικανικές χώρες, η Monsanto επιχειρεί να επιβληθεί στις τοπικές αγορές, προσφέροντας απλόχερα τις υπηρεσίες της. Στην πρωτοβουλία της αυτή θα βρει αρωγούς τόσο την αμερικάνικη κυβέρνηση, όσο και τους τοπικούς κρατικούς φορείς.
Το παράδειγμα της Ινδίας, της 3ης μεγαλύτερης βαμβακοπαραγωγού χώρας παγκοσμίως, είναι χαρακτηριστικό. Παρά τις υποσχέσεις της Monsanto για βελτίωση της παραγωγικότητας των ινδών αγροτών, η χρήση μεταλλαγμένου σπόρου βαμβακιού επέφερε σύντομα προσβολή των φυτών από άλλες ασθένειες, αναγκάζοντας τους καλλιεργητές να προχωρήσουν άμεσα σε ψεκασμούς. Ηυπερχρέωση των ινδών αγροτών, οι οποίοι είχαν πάρει δάνεια από τις τράπεζες για την αγορά των ακριβών και θαυματουργών σπόρων, σε συνδυασμό με την περιορισμένη αποδοτικότητά τους, έχει συνδεθεί επανειλημμένα με χιλιάδες αυτοκτονίες. (Αντιπροσωπευτικά στοιχεία από την ινδική πολιτεία, Άντρα Πραντές,εδώ)
Αντίστοιχη ήταν η αποτυχία και διαφόρων τύπου καλλιέργειας στην Αφρική, με παράδειγμα τη γενετικά τροποποιημένη γλυκοπατάτα στην Κένυα. Η Monsanto δεν παραδέχτηκε ποτέ την αποτυχία των καλλιεργειών, ούτε αποζημίωσε ποτέ τους αγρότες. (Περισσότερα στοιχεία εδώ)
Καταδικαστικές αποφάσεις
Τον Ιανουάριο του 2005, η Monsanto αναγκάστηκε να πληρώσει πρόστιμο 1,5 εκατ. $ στην αμερικανική κυβέρνηση, για δωροδοκία προς αξιωματούχους της Ινδονησίας, που αποσκοπούσε στην αποφυγή ελέγχων σε νέες γενετικά μεταλλαγμένες καλλιέργειες βαμβακιού. Η Monsanto παραδέχτηκε ακόμη ότι είχε πληρώσει πάνω από 700.000 $ για δωροδοκίες προς διάφορους αξιωματούχους της Ινδονησίας μεταξύ του 1997 και του 2002, που προέρχονταν από τις πωλήσεις των εντομοκτόνων της στην Ινδονησία, πωλήσεις για τις οποίες είχε δώσει αλλοιωμένα στοιχεία.
Τον Ιούνιο του 2005, γερμανικό δικαστήριο διέταξε τη Monsanto να αποκαλύψει δημόσια έκθεση 1000 σελίδων, η οποία αφορούσε εργαστηριακές έρευνες σε αρουραίους που είχαν καταναλώσει μεταλλαγμένο καλαμπόκι της εταιρείας (ΜΟΝ863) και επιβεβαίωνε ανησυχίες για τις επιπτώσεις του στην υγεία των τρωκτικών. Η Monsanto προσπάθησε σθεναρά να αποφύγει τη δημοσίευσή της.
To Φεβρουάριο του 2012, γαλλικό δικαστήριο καταδίκασε τη Monsanto για τη δηλητηρίαση αγρότη το 2004, που προκλήθηκε από τη χρήση του ζιζανιοκτόνουLasso (εμπορική ονομασία της Monsanto για την ουσία Alachlor). Ο αγρότης παρουσίασε μόνιμες νευρολογικές βλάβες μετά τη χρήση του σκευάσματος, αν και η παραγωγός εταιρεία δεν προειδοποίησε ποτέ για τέτοιες ανεπιθύμητες ενέργειες. Πρόκειται για την πρώτη καταδικαστική απόφαση εις βάρος κατασκευαστή φυτοφαρμάκων, ενώ από το 2007 το Lasso έχει απαγορευθεί σε ολόκληρη την ΕΕ. Το ζιζανιοκτόνο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρέως στις ΗΠΑ.
Η Monsanto έχει καταδικαστεί πολλές φορές και σε διαφορετικές χώρες (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Βραζιλία) για ψευδή διαφήμιση, δημοσιοποίηση ψευδών και μη τεκμηριωμένων επιστημονικών ισχυρισμών και παραπληροφόρηση της κοινής γνώμης. Μία από τις περιπτώσεις αφορούσε το γλυφοσικό οξύ του Roundup, που παρουσιαζόταν ως βιοδιασπώμενο και τόσο ασφαλές όσο το μαγειρικό αλάτι.
Συχνές είναι ακόμη οι καταγγελίες αναφορικά με την αξιοπιστία των ερευνών που επιβεβαιώνουν πως η χρήση των μεταλλαγμένων είναι απόλυτα ασφαλής. Στο παρελθόν έχουν σημειωθεί συγεκριμένα περιστατικά, στα οποία έχει εξακριβωθεί ημίσθωση, εκ μέρους της Monsanto, επιστημόνων για την αλλοίωση αποτελεσμάτων ερευνών.
Monsanto Company Inc.
Βιομηχανία χημικών και πλαστικών, Φαρμακοβιομηχανία, Αγροτική βιομηχανία
Πολυεθνική, αμερικανο-ισραηλινών συμφερόντων, με έδρα το Missouri των ΗΠΑ. Ιδρύθηκε το 1901. Λειτούργησε με την ονομασία αυτή έως το 1997, οπότε σταδιακά προέκυψαν τρεις εταιρείες, που μοιράστηκαν τις δραστηριότητές της. Η νέα Monsanto διατήρησε αποκλειστικά τις επιχειρήσεις αγροτικών προϊόντων της πρώτης εταιρείας, ενώ η πρώην Monsanto αποτελεί πλέον τη Pharmacia (θυγατρική της Pfizer). Σήμερα η Monsanto έχει παρουσία σε 46 χώρες.
Πρώτο προϊόν, που παρήγαγε η Monsanto υπήρξε η τεχνητή γλυκαντική ουσία, ζαχαρίνη, την οποία και πούλησε στην Coca Cola.
Το 1926 η εταιρεία ιδρύει την πόλη Monsanto (Sauget σήμερα) στο Illinois, για να εξασφαλίσει ένα φιλελεύθερο νομικό περιβάλλον, αλλά και χαμηλή φορολογία.
Τις δεκαετίες 1940 και 1950, ανώτερα στελέχη της Monsanto βοήθησαν εκτενώς στην κατασκευή των πρώτων πυρηνικών όπλων, συνεισφέροντας στις εργασίες του Dayton Project. Παράλληλα συνιστούσε κορυφαίο παραγωγό πλαστικών (συνθετικές ίνες, πολυστυρένιο), παραμένοντας έκτοτε μεταξύ των μεγαλύτερων χημικών βιομηχανιών ανά τον κόσμο.
To 1944 η Monsanto και άλλες 15 εταιρείες ξεκινούν την παραγωγή του εντομοκτόνου DDT (μη βιοδιασπώμενο), το οποίο απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ το 1972, λόγω υψηλής τοξικότητας.
Τη δεκαετία του 1960 υπήρξε μία από τις σημαντικότερες εταιρείας παραγωγής του Agent Orange (πορτοκαλί παράγοντα), χημικού όπλου (φυτοκτόνο και αποφυλλωτικό, με περιεκτικότητα διοξίνης), που χρησιμοποιήθηκε εκτενώς από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις στον πόλεμο κατά του Βιετνάμ. Σύμφωνα με τις αρχές της χώρας, περίπου 400.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν και 500.000 παιδιά γεννήθηκαν με γενετικές ανωμαλίες, εξαιτίας της χρήσης του.
Το 1970 χημικός της Monsanto δημιουργεί τη ζιζανιοκτόνο ουσία glyphosate (γλυφοσικό οξύ), γνωστή με την εμπορική ονομασία Roundup, την πατέντας της οποίας διατηρούσε η εταιρεία μέχρι και το 2000. Το Roundup είναι ένα από τα πλέον διαδεδομένα σε χρήση ζιζανιοκτόνα, με τις έρευνες αναφορικά με την τοξικότητά του να οδηγούν σε αντιφατικά συμπεράσματα, την ώρα που υπάρχουν επίσημες καταγγελίες αλλοίωσης αποτελεσμάτων ερευνών από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Μέχρι το 1977, όποτε και απαγορεύτηκαν, η Monsanto παρήγαγε το 99% των PCBs (πολυχλωριωμένα διφαινύλια), χημικές ουσίες, που χρησιμοποιούνταν ευρέως από την αμερικανική βιομηχανία ως διηλεκτρικά και ψυκτικά υγρά. Πρόκειται για μη διασπώμενους οργανικούς ρύπους, που προκαλούν καρκίνους και πλήθος άλλων διαταραχών. Η υψηλή τοξικότητα τους ήταν γνωστή πολύ πριν την οριστική απόσυρσή τους.
Το 1982 επιστήμονες της Monsanto κατόρθωσαν την πρώτη γενετική τροποποίηση φυτικού κυττάρου, και πέντε χρόνια αργότερα πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες δοκιμές γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών.
Το 1985 η Monsanto προχώρησε στην εξαγορά της φαρμακοβιομηχανίας G. D. Searle & Company και το 1993 κατοχύρωσε την πατέντα για το φάρμακο Celebrex, που σημείωσε εξαιρετικά μεγάλη εμπορική επιτυχία και θεωρείται κλειδί για την εξαγορά των φαρμακευτικών εργασιών της Monsanto από τη Pfizer το 2002.
To 1994 η εταιρεία παρουσίασε την συνδυαστική αυξητική ορμόνη βοοειδών(rBST), τροποποιώντας γενετικά την πεπτιδική ορμόνη BST. Η Monsanto υποσχόταν πως η χορήγηση της ορμόνης σε αγελάδες κάθε δύο εβδομάδες, επρόκειτο να αυξήσει την παραγωγή γάλακτος κατά 20%, παραλείποντας να σημειώσει τις δραματικές αλλαγές που αυτή προκαλεί στις λειτουργίες των ζώων. Από το 2000 η ορμόνη που κυκλοφόρησε η Monsanto με την εμπορική ονομασία Posilac, έχει απαγορευθεί στην Ε.Ε., αν και στις ΗΠΑ και σε 21 ακόμη χώρες, η χρήση της είναι καθόλα νόμιμη. (Σύντομο σχετικό βίντεο εδώ)
Μέσω θυγατρικής της (Monsanto Choice Genetics), η Monsanto προχώρησε ακόμη για ορισμένο διάστημα στην εκτροφή χοίρων (επιχειρώντας μάλιστα αποτυχημένα να πατεντάρει ένα νέο είδος γουρουνιού, μη γενετικά τροποποιημένου σύμφωνα με την Greenpeace).
Lobbying
Η Monsanto έχει δαπανήσει πολλά εκατ. $, προκειμένου να πείσει για τα οφέλη της βιοτεχνολογίας και να διαβεβαιώσει το αγοραστικό κοινό για την ασφάλεια των προϊόντων της. Μόνο η διαφήμιση όμως, δεν αρκεί για να κάμψει τις όποιες αντιδράσεις.
Τον Αύγουστο του 2011, το Wikileaks αποκάλυψε πως αμερικανοί διπλωμάτες είχαν δωροδοκηθεί για την αποστολή ομάδων πίεσης σε χώρες-στόχους σε Αφρική και Λατινική Αμερική (όπου ακόμη δεν ήταν διαδεδομένη η καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων ειδών), αλλά και στην Ευρώπη (με παράδειγμα την Ισπανία, όπου σημειώνονταν ήδη οι πρώτες αντιδράσεις).
H οργάνωση Food&Water Watch σε έκθεση της, που ακολούθησε τις πρώτες αποκαλύψεις, παρουσίασε εκτενώςπεριπτώσεις εμπλοκής αμερικανών αξιωματούχων στην άσκηση πίεσης, είτε για αλλαγή του εγχώριου νομοθετικού πλαισίου (Γκάνα, Νιγηρία), είτε για την εμπορική διάθεση συγκεκριμένων τροποποιημένων σπόρων (Κένυα). Στην έκθεση γίνεται λόγος για "μια συντονισμένη στρατηγική, με σκοπό να προωθηθεί η αγροτική βιοτεχνολογία στο εξωτερικό, να υποχρεωθούν τρίτες χώρες να εισάγουν καλλιέργειες και τρόφιμα που δεν επιθυμούσαν, και να πιεστούν ξένες κυβερνήσεις-ιδίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο-να υιοθετήσουν πολιτικές για να ανοίξει ο δρόμος για την καλλιέργεια μεταλλαγμένων σπόρων".
Συνιστά λοιπόν κοινή παραδοχή, πως η μεγαλύτερη πολυεθνική στην αγορά μεταλλαγμένων σπόρων παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αμερικανικής, αν όχι παγκόσμιας, νομοθεσίας για την παραγωγή και τη διάθεση των μεταλλαγμένων.
Αυτό που έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το ότι αρκετά πρόσωπα που υπήρξαν υψηλόβαθμα στελέχη της Monsanto, έπειτα ανέλαβαν σημαντικές θέσεις στον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), στην Αμερικάνικη Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA), και στον Άρειο Πάγο, αλλά και αντίστροφα.
Στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, με προεδρεύων τον Hugh Grant, περιλαμβάνονται ο πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Νότιας Ντακότα, καθώς και υψηλόβαθμα στελέχη άλλων πολυεθνικών, όπως ο πρόεδρος της MacDonald’s, ο επικεφαλής των οικονομικών υπηρεσιών της Procter&Gamble και ο διευθύνων σύμβουλος της Sara Lee Corporation.