Logo
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Κλόι Μαλ - Η διάδοχος (και εκλεκτή) της Αννα Γουίντουρ

Η Κλόι Μαλ, γόνος της εμβληματικής αμερικανίδας ηθοποιού Κάντις Μπέργκεν και του θρυλικού γάλλου σκηνοθέτη Λουί Μαλ δεν είναι ένα ακόμα «nepo baby». Mόλις έγινε η διάδοχος της Αννα Γουίντουρ στο θρόνο της αμερικανικής έκδοσης της Vogue.

Στις 26 Ιουνίου η Αννα Γουίντουρ, ή αλλιώς η παντοδύναμη, υπερδιάσημη και ακραία επιδραστική επικεφαλής της αμερικανικής έκδοσης της «Vogue», ανακοίνωσε την αποχώρησή της από μια θέση στην οποία υπηρέτησε για 37 συναπτά έτη. Σε μια σεμνή και ολιγόλεπτη τελετή στο γραφείο της στο One World Trade Center της Νέας Υόρκης, ανακοίνωσε στους συνεργάτες της πως έχει κινήσει τις διαδικασίες για τη διαδοχή της. Για κάποιους το νέο ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Αλλοι πάλι υποδέχθηκαν την αποχώρηση της 75χρονης γκουρού της έντυπης δημοσιογραφίας και της παγκόσμιας μόδας με μια ερώτηση να γλιστρά με κεκτημένη ταχύτητα στην άκρη της γλώσσας τους: Μετά τη Γουίντουρ, ποιος;

Την επομένη της ανακοίνωσης, και ενώ ο παγκόσμιος Τύπος ανέτρεχε στα έργα και τις ημέρες της γυναίκας που όρισε την ιλουστρασιόν δημοσιογραφία και επαναπροσδιόρισε τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος αντιλαμβάνεται και καταναλώνει τη μόδα, προκειμένου να αποτίνει αποχαιρετισμούς αντάξιους του εκτοπίσματός της, ο Τζεφ Μπέζος και η Λόρεν Σάντσεζ αντάλλαξαν όρκους αιώνιας αγάπης και πίστης με ιδανικό σκηνικό την μπαρουτοκαπνισμένη– ελέω των αντιδράσεων των κατοίκων της – Βενετία. Λίγες ώρες μετά, η νέα κυρία Μπέζος θα μονοπωλούσε την ηλεκτρονική έκδοση της αμερικανικής έκδοσης της «Vogue» φωτογραφημένη στις πρόβες του νυφικού της και φλυαρώντας για την τέλεια ευτυχία που βρήκε πλάι στον ιδρυτή της Amazon.

Κανένας δεν μπορούσε να διαβλέψει τότε πως η δημοσιογράφος Κλόι Μαλ, η οποία είχε αναλάβει να εκμαιεύσει τις μεγάλες αλήθειες της ζωής από την πολυσυζητημένη νύφη, θα γινόταν λίγες εβδομάδες αργότερα η ίδια πολύφερνη νύφη για τη θέση της Γουίντουρ και, όπως ανακοινώθηκε πριν από λίγες ώρες, διάδοχός της. Σήµερα 39 ετών, κόρη της 79χρονης ηθοποιού Κάντις Μπέργκεν και του αείµνηστου γάλλου σκηνοθέτη Λουί Μαλ (1932-1995), µητέρα δύο παιδιών, σύζυγος χρηµατιστή και στο payroll της αµερικανικής «Vogue» από το 2011, η Μαλ πρόβαλλε τις τελευταίες εβδομάδες ως το αδιαφιλονίκητο φαβορί για τη θέση της στερεοτυπικά αποκαλούµενης «σιδηράς κυρίας του περιοδικού Τύπου».

Ακόμα πιο εντυπωσιακή από το γεγονός ότι το όνομά της δεν περιλαμβανόταν ανάμεσα σε εκείνα που μονοπώλησαν την εικοτολογία αμέσως μετά την ανακοίνωση του τέλους εποχής της Γουίντουρ είναι η απάντηση που η ίδια είχε δώσει στη διάρκεια της συνέντευξής της για την πρόσληψή της στη «Vogue». Οταν η Γουίντουρ την είχε ρωτήσει πώς επιλέγει να περνά τον ελεύθερο χρόνο της, εκείνη είχε αποκριθεί πως της αρέσει να κοιμάται και να μαγειρεύει. Μόνο ως άθλο που έπρεπε να εκτελέσει μπορεί να εκλάβει κανείς την απόφαση της επικεφαλής της «Vogue» να της αναθέσει τη στήλη των πάρτι και των κοσμικών γεγονότων.

Η Μαλ, η οποία διέθετε ήδη προϋπηρεσία σε εμβληματικά έντυπα («The New York Times», «The Wall Street Journal», «Architectural Digest», «Town & Country»), όχι μόνο ανέλαβε την πρόκληση αλλά ανταποκρίθηκε τόσο καλά, ώστε το περιοδικό τής εμπιστεύθηκε κατόπιν ειδικές εκδόσεις για τον γάμο και τη διακόσμηση, αλλά κυρίως την ετήσια κάλυψη του MET Gala ή αλλιώς της ναυαρχίδας των κοσμικών λαοσυνάξεων που από τα μέσα των 90s τρέφει το γόητρο (εντάξει, και τη ματαιοδοξία) της Αννα Γουίντουρ.

Η Μαλ μεγάλωσε έχοντας το προνόμιο και την ατυχία να είναι ο καρπός του έρωτα δύο υπερβολικά διάσημων ανθρώπων. Τα παιδικά χρόνια της τα πέρασε στο Λος Αντζελες, όπου ζούσε με την Κάντις Μπέργκεν, η οποία πρωταγωνιστούσε τότε στην τηλεοπτική σειρά «Μέρφι Μπράουν» (1988-1998 & 2018) που σφράγισε την καριέρα της. Τον Λουί Μαλ τον έβλεπε μία φορά στους δύο μήνες, αφού ο γάλλος σκηνοθέτης αρνιόταν να αφήσει την πατρίδα του και να δουλέψει στο Χόλιγουντ.

Toν Νοέμβριο του 1995, ημέρες μετά τα δέκατα γενέθλιά της, η Μαλ βίωσε την απώλεια του πατέρα της και λίγο καιρό μετά μετοίκησε με τη μητέρα της στη Νέα Υόρκη. Σπούδασε συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο Μπράουν, ενώ προτού ακόμα αποφοιτήσει είχε ήδη ανακαλύψει την κλίση της στη δημοσιογραφία, αφού είχε γίνει σάρκα από τη σάρκα της πανεπιστημιακής εφημερίδας. Την επαγγελματική της πορεία την ξεκίνησε ως μαθητευόμενη στην εφημερίδα «New York Observer», αργότερα πέρασε ένα διάστημα ως freelancer και τελικά βρήκε το επαγγελματικό απάγκιο της στον όμιλο Condé Nast.

Δεν είχε τη μετεωρική άνοδο άλλων συναδέλφων της, ούτε διεκδίκησε ποτέ τα σκήπτρα της αυθεντίας στο κοσμικό γίγνεσθαι της Νέας Υόρκης, μολονότι αυτό έγινε το αντικείμενο εργασίας της. Ωστόσο η σταθερή απόδοσή της, η εργατικότητα και η σεμνότητα και το γεγονός ότι στον πυρήνα της ενσαρκώνει αυτό που θα θεωρούσε κανείς αουτσάιντερ για να αναλάβει τα ηνία της «Vogue USA», φαίνεται πως δελέασαν και τελικά έπεισαν την Γουίντουρ να δώσει την ευχή και την ευλογία της στη millennial δημοσιογράφο. Αλλωστε η ίδια δεν έχει σκοπό να παροπλιστεί, να αρχίσει το πλέξιμο και να περνά τις μέρες της αφηγούμενη ιστορίες για περασμένα μεγαλεία στα εγγόνια της.

Τουναντίον, η Γουίντουρ θα διατηρήσει τη θέση (και την εξουσία της) ως Chief Content Officer της Condé Nast και ως Global Editorial Director της «Vogue». Και ίσως η Μαλ, εκτός από ικανή για τη δουλειά, είναι τελικά ευκολότερα διαχειρίσιμη από τις ανταγωνίστριές της, τις οποίες κατατρόπωσε στο φώτο φίνις.

© Kifisia-Life. All Rights Reserved.