Η αβάσταχτη ελαφρότητα της εντιμότητας του Τσίπρα
- Κατηγορία ΑΝΙΧΝΕΥΟΝΤΑΣ
- 0 σχόλια
Το 1968 στην Τσεχοσλοβακία, μετά από έντονες διαδηλώσεις και καταστολή, ανέλαβε τα ηνία του κράτους και του ΚΚΤ ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ με την υπόσχεση της φιλελευθεροποίησης του κομμουνιστικού καθεστώτος μέσω ενός «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο». Κάτι σαν το «Γκόου μπακ κυρία Μέρκελ» και το σκίσιμο των μνημονίων δηλαδή, αλλά από την ανάποδη, απευθυνόμενος στη Σοβιετική Ένωση. Η μικρή εκείνη περίοδος της ελπίδας του Τσεχοσλοβάκικου λαού ονομάστηκε «Άνοιξη της Πράγας».
Οι μεταρρυθμίσεις του εφορμούσαν από την πίεση της κοινής γνώμης και αφορούσαν κυρίως την άρση της λογοκρισίας των ΜΜΕ, τη συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας συγκέντρωσης, κίνησης και συνεταιρισμού, τον δραστικό περιορισμό των δυνάμεων καταστολής και των μυστικών υπηρεσιών, την αναδιάρθρωση και αποκέντρωση της οικονομίας, τη θέσπιση νέας εκλογικής νομοθεσίας για την ενίσχυση του πολιτικού πλουραλισμού, την επανεξέταση του σταλινικού παρελθόντος και τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του ΚΚ στην κοινωνία. Όλα αυτά βέβαια πρέπει να ακούγονταν στο Ανατολικό Μπλοκ τόσο παράδοξα, όσο παράδοξο ακούγεται μέσα σε ένα Eurogoup το σλόγκαν «Πρώτη φορά Αριστερά» και η ιδέα ενός δημοψηφίσματος για την αποδοχή ή την απόρριψη του μνημονίου. Ο Ντούμπτσεκ πόνταρε στο ότι αρκεί και μόνο η πιστή συμμετοχή της χώρας του στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας για να περάσει αυτές τις αλλαγές χωρίς να έρθει σε ρήξη με τη ζεστή φωλίτσα της Σοβιετικής Ένωσης.
Η συνέχεια έχει ως εξής: Σοβιετικά στρατεύματα κατέφθασαν στα σύνορα της χώρας για εκφοβισμό, τάχα ότι κάναν έκτακτες ασκήσεις. Οι “μένουμεσοβιετάκιδες” της αντιπολίτευσης ενθάρρυναν κρυφά την επέμβαση του Ανατολικού Μπλοκ για την καταστολή της αντεπανάστασης. Έτσι στις 21 Αυγούστου του 1968 πραγματοποιείται εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, συλλαμβάνονται ο Ντούμπτσεκ και άλλοι μεταρρυθμιστές και μεταφέρονται στη Μόσχα. Εκεί εξαναγκάζονται να υπογράψουν την ακύρωση του 14ου Συνεδρίου του ΚΚΤ, την επαναφορά της λογοκρισίας, την καθαίρεση αρκετών μεταρρυθμιστών από κομματικά και κρατικά αξιώματα και τη μη επιβολή κυρώσεων στους φιλοσοβιετικούς υποστηρικτές της εισβολής. Ο Ντούμπτσεκ κατηγορήθηκε από τους συμπατριώτες του ότι μετέτρεψε την ιδέα ενός σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο σε κάτι εντελώς ουτοπικό, καθώς πολλοί έχασαν την πίστη τους στη δυνατότητα μεταρρύθμισης του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Στο βιβλίο «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» ο Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα, μέσα από τα μάτια των ηρώων του, περιγράφει το τέλος της Άνοιξης της Πράγας έτσι όπως την έζησε ο ίδιος. Υπάρχει ένα εξαιρετικό απόσπασμα που εστιάζει στις διακοπές της φωνής του Ντούμπτσεκ την ώρα που ζητάει από τον λαό να συνεργαστεί στη συνθηκολόγηση:
«Συχνά, σκεφτόταν τον λόγο που έβγαλε ο Ντούμπτσεκ στο ραδιόφωνο μετά την επιστροφή του απ’ τη Μόσχα. Δεν θυμόταν τίποτα πια απ’ ο,τι είχε πει, αλλά είχε ακόμα στ’ αυτιά της την τρεμουλιαστή του φωνή. Τον σκεφτόταν: τον είχαν συλλάβει μέσα στην ίδια τη χώρα του ξένοι στρατιώτες, αυτόν, τον αρχηγό ενός κυρίαρχου κράτους, τον είχαν αρπάξει, τον είχαν κρατήσει για τέσσερις μέρες αιχμάλωτο κάπου στα βουνά της Ουκρανίας, τον είχαν αφήσει να καταλάβει ότι θα τον τουφέκιζαν, όπως δώδεκα χρόνια νωρίτερα είχαν τουφεκίσει τον Ούγγρο πρόδρομό του Ίμρε Νάγκυ, μετά τον είχαν μεταφέρει στη Μόσχα, τον είχαν διατάξει να κάνει μπάνιο, να ξυριστεί, να ντυθεί, να βάλει μια γραβάτα, του είχαν αναγγείλει ότι δεν προοριζόταν πια για το εκτελεστικό απόσπασμα, τον είχαν διατάξει να θεωρεί τον εαυτό του και πάλι αρχηγό Κράτους, τον είχαν κάνει να καθίσει σ’ ένα γραφείο απέναντι απ’ τον Μπρέζνιεφ και τον είχαν αναγκάσει να διαπραγματευθεί.
Είχε γυρίσει πίσω ταπεινωμένος και είχε απευθυνθεί σ’ έναν λαό ταπεινωμένο. Ήταν ταπεινωμένος σε σημείο που δεν μπορούσε να μιλήσει. Η Τερέζα δεν θα ξεχνούσε τις φοβερές εκείνες διακοπές στη μέση μιας φράσης. […] Αν τίποτα δεν μένει απ’ τον Ντούμπτσεκ, θα μείνουν αυτές οι μεγάλες και φοβερές σιωπές, στη διάρκεια των οποίων δεν μπορούσε να αναπνεύσει, στη διάρκεια των οποίων έψαχνε να βρει την ανάσα του μπροστά σ’ έναν ολόκληρο λαό, κολλημένο στους δέκτες. Μέσα σ’ αυτές τις σιωπές κλεινόταν όλη η φρίκη που είχε χτυπήσει τη χώρα.
Ήταν η έβδομη μέρα της εισβολής, είχε ακούσει αυτόν τον λόγο καθώς βρισκόταν στη σύνταξη μιας καθημερινής εφημερίδας που στις μέρες εκείνες είχε γίνει το φερέφωνο της αντίστασης. Εκείνη την ώρα, όλοι όσοι ήσαν μέσα στην αίθουσα και άκουγαν τον Ντούμπτσεκ τον μισούσαν. Τον θεωρούσαν υπεύθυνο για τον κακό συμβιβασμό στον οποίο είχε υποκύψει, αισθάνονταν ταπεινωμένοι απ’ την ταπείνωσή του, και η αδυναμία του τούς πρόσβαλλε.»
Διαβάζοντας το παραπάνω απόσπασμα, σκέφτομαι ότι η ήττα της Άνοιξης της Πράγας δεν αφορά τις ιδέες της. Οι ιδέες εδώ επιβιώνουν ακόμα, μέσα σε αυτήν ακριβώς τη ντροπή του Ντούμπτσεκ και το αίσθημα ταπείνωσης για τον συμβιβασμό. Το τρέμουλο της φωνής του και οι μεγάλες παύσεις πηγάζουν από αυτό που ονομάζουμε τσίπα. Από αυτήν την οπτική, η ντροπή φαντάζει περήφανα γενναία, η αδυναμία δυνατή. Γιατί με την ύπαρξή τους η ήττα είναι μόνο προσωρινή. Άλλωστε «είναι πάντα αδύναμος κανείς, όταν βρίσκεται σε αντιπαράθεση με μια ανώτερη δύναμη, ακόμα κι αν έχει το αθλητικό κορμί του Ντούμπτσεκ». Η ουσιαστική νίκη είναι η εντιμότητα απέναντι στα πιστεύω σου, ανεξαρτήτως έκβασης του αγώνα.
Ο Τσίπρας από την άλλη, μετά την «κωλοτούμπα» και την αποστασιοποίηση πολλών βουλευτών του, προκύρηξε εκλογές, στις οποίες ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατέβηκε —εκ των πραγμάτων— ως μνημονιακό πλέον κόμμα. Το προεκλογικό σποτ των ΑΝ.ΕΛ. (με τους οποίους συγκυβέρνησε πριν και μετά) παρουσίαζε τον «μικρό Αλέξη» με σπασμένο αριστερό χέρι. «Μικρός είναι, θα μάθει», έλεγε το σποτ και ο Πάνος Καμμένος υποσχόταν να του δείξει πώς θα γράφει τώρα με το δεξί.
Σήμερα λοιπόν, ύστερα από δέκα χρόνια, διαβάζουμε για «Σοκ εντιμότητας!». Μα πώς μπορεί να θεωρείται «έντιμος» κάποιος που ατίμασε και απαρνήθηκε τις ιδέες του; Η φράση αυτή αναφέρεται σε πρωτοσέλιδο εφημερίδας που αγοράστηκε πρόσφατα από γνωστό εφοπλιστή. Προφανώς δεν του χαρίζει ανιδιοτελώς αυτή τη δύναμη, ποντάρει στην «εντιμότητα» του Τσίπρα που δεν θα τον ξεχάσει μετά τις κάλπες. Αν οι εκλογές άλλαζαν κάτι άλλωστε, θα χαρακτηρίζονταν ως τρομοκρατική πράξη.
Η δύναμη λοιπόν είναι αυτό που μας προσβάλλει σαν κοινωνία στην περίπτωση του Τσίπρα, όχι η αδυναμία του. Το θράσος που γεννιέται από την έλλειψη ντροπής.
Στο ίδιο βιβλίο, ο Κούντερα αμφισβητεί ένα σημείο της φιλοσοφίας του Παρμενίδη, που θεωρεί δεδομένο ότι στα ζεύγη αντιθέτων του σύμπαντος (φως – σκοτάδι, ζεστό – κρύο, ελαφρύ – βαρύ, είναι – μη είναι) ο ένας πόλος είναι πάντα θετικός και ο άλλος αρνητικός. Πιο συγκεκριμένα, αναρωτιέται αν όντως είναι φρικτό το βάρος και ωραία η ελαφρότητα.
Ας σκεφτούμε λοιπόν για λίγο αυτό το δίπολο: Τι είναι βαρύ και τι ελαφρύ;
Η λέξη βάρος χρησιμοποιείται συχνά πλάι στην έννοια της ευθύνης, για να τονίσει τη σημασία της.
Η ελαφρότητα απ’ την άλλη, παραπέμπει περισσότερο σε πούπουλο, που παραπαίει εδώ κι εκεί όπου φυσάει ο άνεμος. Όταν ρωτούσαμε τη γιαγιά μου γιατί ψήφιζε Καραμανλή, απαντούσε: «Γιατί είχε ωραία φρύδια!». Εντελώς ελαφρύ επιχείρημα, αν και μπορούμε να του αναγνωρίσουμε κάποια αισθητικά κριτήρια.
Η διαχείριση μεγάλης εισροής προσφύγων πχ είναι κάτι αρκετά βαρύ, ενώ ο φράκτης στον Έβρο ελαφρύτερος.
Η φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου είναι βαριά, των μικρομεσαίων ελαφρύτερη.
Το φρένο στην αύξηση των ενοικίων και στη βραχυχρόνια μίσθωση είναι βαρύ, αλλά το τάισμα των νοικοκυραίων με πατριωτισμό πανάλαφρο.
Η «εντιμότητα» του να μην κλέβεις είναι ελαφριά, η «εντιμότητα» όμως του να μην προδίδεις τις ιδέες σου μετά την ήττα είναι υπέρβαρη.
Αντίστοιχα κι εμείς, αντί για τον βαρύ οραματισμό ενός καλύτερου κόσμου, στρέφουμε όλες μας τις δυνάμεις στην ελαφριά διεκδίκηση ενός σχετικά λιγότερο χάλια κόσμου. Η φράση «Μη χείρον βέλτιστον» μας αλαφραίνει απ’ το βάρος της πολιτικής σκέψης και παραπαίουμε εδώ κι εκεί, όπου φυσάει ο άνεμος του κάθε ολιγάρχη. Περιμένοντας τις συνθήκες να ωριμάσουν, σαπίζει η ουσία της πραγματικής έννοιας της «ελπίδας» μέσα μας και μετατρέπεται σε σλόγκαν του Τσίπρα. (Fun fact: ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του Ντούμπτσεκ είναι: «Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία»)
Μια καλή άσκηση πραγματικής «εντιμότητας» θα ήταν να δοκιμάσουμε να διαχωρίσουμε επιτέλους το «μη χείρον» από το «βέλτιστον». Γιατί η μόνη «ελπίδα» να γίνει ο κόσμος καλύτερος, είναι να συνεχίσουμε πεισματικά να πιστεύουμε σε αυτόν, ανεξαρτήτως έκβασης.
Πηγή: tpp